λαπάθη: Difference between revisions

From LSJ

ὁμοῦ ἦν καὶ ἔχειν τὴν πόλιν καὶ τὸ γένος ὅλον μετὰ τῆς πόλεως → it was much the same thing to have the city and to have the whole race together with the city

Source
(LSJ2 replacement)
 
mNo edit summary
 
Line 9: Line 9:
|Beta Code=lapa/qh
|Beta Code=lapa/qh
|Definition=ἡ, = [[λάπαθον]].
|Definition=ἡ, = [[λάπαθον]].
}}
{{grml
|mltxt=και [[λάπατο]], το (AM [[λάπαθον]], Α και [[λάπαθος]], ὁ και ἡ, και [[λαπάθη]], ἡ, Μ και [[λάπατον]])<br />[[κοινή]], [[σήμερα]], [[ονομασία]] ειδών του φυτού [[ρούμεξ]]<br /><b>αρχ.</b><br />όρυγμα που χρησίμευε ως [[παγίδα]] για άγρια ζώα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολογίας. Σύμφωνα με χαρακτηρισμό του τ. ως «βοτάνης κενωτικής», η λ. πιθ. να συνδέεται με τους τ. [[λαπάσσω]], [[λαπαρός]]. Η κατάλ. -<i>θον</i> [[είναι]] δηλωτική [[φυτών]] που πιθ. [[είναι]] δάνειες λέξεις ([[πρβλ]]. [[ἄνηθον]]). Ο τ. [[λάπατο]] πιθ. μέσω του ισπ. <i>lapato</i> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>[[lapathum]]</i> <span style="color: red;"><</span> [[λάπαθον]]. Οι τ. [[λάπαθος]] και <i>λαπάθη</i> [[είναι]] μεταπλασμένοι [[κατά]] το [[γένος]] τύποι του [[λάπαθον]]. Η κατάλ. -<i>θος</i> ως αρχική εμφανίζεται και σε άλλες ονομασίες [[φυτών]] ([[πρβλ]]. [[ασπάλαθος]], [[λέκιθος]])].
}}
}}

Latest revision as of 06:21, 8 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λαπάθη Medium diacritics: λαπάθη Low diacritics: λαπάθη Capitals: ΛΑΠΑΘΗ
Transliteration A: lapáthē Transliteration B: lapathē Transliteration C: lapathi Beta Code: lapa/qh

English (LSJ)

ἡ, = λάπαθον.

Greek Monolingual

και λάπατο, το (AM λάπαθον, Α και λάπαθος, ὁ και ἡ, και λαπάθη, ἡ, Μ και λάπατον)
κοινή, σήμερα, ονομασία ειδών του φυτού ρούμεξ
αρχ.
όρυγμα που χρησίμευε ως παγίδα για άγρια ζώα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Σύμφωνα με χαρακτηρισμό του τ. ως «βοτάνης κενωτικής», η λ. πιθ. να συνδέεται με τους τ. λαπάσσω, λαπαρός. Η κατάλ. -θον είναι δηλωτική φυτών που πιθ. είναι δάνειες λέξεις (πρβλ. ἄνηθον). Ο τ. λάπατο πιθ. μέσω του ισπ. lapato < λατ. lapathum < λάπαθον. Οι τ. λάπαθος και λαπάθη είναι μεταπλασμένοι κατά το γένος τύποι του λάπαθον. Η κατάλ. -θος ως αρχική εμφανίζεται και σε άλλες ονομασίες φυτών (πρβλ. ασπάλαθος, λέκιθος)].