λαχείο: Difference between revisions

From LSJ

Υἱῷ μέγιστον ἀγαθόν ἐστ' ἔμφρων πατήρ → Prudente patre bonum non maius filio → Dem Sohn ist ein verständiger Vater größtes Gut

Menander, Monostichoi, 525
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $2$4")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το<br /><b>1.</b> τυχερό [[παιχνίδι]] [[κατά]] το οποίο, [[αφού]] γίνει [[κλήρωση]] αριθμημένων δελτίων-λαχνών, όσοι έχουν [[δελτίο]]-λαχνό που φέρει τον αριθμό ο [[οποίος]] κληρώθηκε κερδίζουν ορισμένα χρηματικά ποσά ή διάφορα αντικείμενα<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> το αριθμημένο [[δελτίο]] με το οποίο ο κάτοχός του έχει το [[δικαίωμα]] να συμμετάσχει στην [[κλήρωση]], [[αλλά]] και το ίδιο το υπό [[κλήρωση]] [[αντικείμενο]] ή χρηματικό [[ποσό]]<br /><b>3.</b> απροσδόκητο [[κέρδος]] («μού 'ρθε [[λαχείο]] η [[κληρονομιά]]»)<br /><b>4.</b> [[υπόθεση]] της οποίας η καλή ή η κακή [[έκβαση]] εξαρτάται από την [[τύχη]] («ο [[γάμος]] [[είναι]] [[λαχείο]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>λαχ</i>-, [[πρβλ]]. αόρ. <i>ἔ</i>-<i>λαχ</i>-<i>ον</i> του [[λαγχάνω]] «[[λαμβάνω]] με κλήρο» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>εῖον</i> ([[πρβλ]]. <i>ραφ</i>-<i>είον</i>). Η λ. [[είναι]] πιθ. [[απόδοση]] στην ελλ. ξεν. όρου, [[πρβλ]]. γαλλ. <i>loterie</i>, και μαρτυρείται, στον λόγιο τ. <i>λάχειον</i>, από το 1838 στον Γ. Α. Ράλλη].
|mltxt=το<br /><b>1.</b> τυχερό [[παιχνίδι]] [[κατά]] το οποίο, [[αφού]] γίνει [[κλήρωση]] αριθμημένων δελτίων-λαχνών, όσοι έχουν [[δελτίο]]-λαχνό που φέρει τον αριθμό ο [[οποίος]] κληρώθηκε κερδίζουν ορισμένα χρηματικά ποσά ή διάφορα αντικείμενα<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> το αριθμημένο [[δελτίο]] με το οποίο ο κάτοχός του έχει το [[δικαίωμα]] να συμμετάσχει στην [[κλήρωση]], [[αλλά]] και το ίδιο το υπό [[κλήρωση]] [[αντικείμενο]] ή χρηματικό [[ποσό]]<br /><b>3.</b> απροσδόκητο [[κέρδος]] («μού 'ρθε [[λαχείο]] η [[κληρονομιά]]»)<br /><b>4.</b> [[υπόθεση]] της οποίας η καλή ή η κακή [[έκβαση]] εξαρτάται από την [[τύχη]] («ο [[γάμος]] [[είναι]] [[λαχείο]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>λαχ</i>-, [[πρβλ]]. αόρ. <i>ἔ</i>-<i>λαχ</i>-<i>ον</i> του [[λαγχάνω]] «[[λαμβάνω]] με κλήρο» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>εῖον</i> ([[πρβλ]]. [[ραφείον]]). Η λ. [[είναι]] πιθ. [[απόδοση]] στην ελλ. ξεν. όρου, [[πρβλ]]. γαλλ. <i>loterie</i>, και μαρτυρείται, στον λόγιο τ. <i>λάχειον</i>, από το 1838 στον Γ. Α. Ράλλη].
}}
}}

Latest revision as of 06:25, 8 May 2023

Greek Monolingual

το
1. τυχερό παιχνίδι κατά το οποίο, αφού γίνει κλήρωση αριθμημένων δελτίων-λαχνών, όσοι έχουν δελτίο-λαχνό που φέρει τον αριθμό ο οποίος κληρώθηκε κερδίζουν ορισμένα χρηματικά ποσά ή διάφορα αντικείμενα
2. συνεκδ. το αριθμημένο δελτίο με το οποίο ο κάτοχός του έχει το δικαίωμα να συμμετάσχει στην κλήρωση, αλλά και το ίδιο το υπό κλήρωση αντικείμενο ή χρηματικό ποσό
3. απροσδόκητο κέρδος («μού 'ρθε λαχείο η κληρονομιά»)
4. υπόθεση της οποίας η καλή ή η κακή έκβαση εξαρτάται από την τύχη («ο γάμος είναι λαχείο»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λαχ-, πρβλ. αόρ. -λαχ-ον του λαγχάνω «λαμβάνω με κλήρο» + κατάλ. -εῖον (πρβλ. ραφείον). Η λ. είναι πιθ. απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. loterie, και μαρτυρείται, στον λόγιο τ. λάχειον, από το 1838 στον Γ. Α. Ράλλη].