λείμαξ: Difference between revisions

m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $2$4"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. ")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />η (Α [[λείμαξ]], -ακος)<br />γαστερόποδο πνευμονοφόρο χερσόβιο [[μαλάκιο]], ο [[γυμνοσάλιαγκας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. <i>λείμ</i>-<i>αξ</i> εμφανίζει θ. <i>λειμ</i>-, που ανάγεται στην παρεκτεταμένη [[μορφή]] <i>lei</i>-<i>m</i>- της ΙΕ ρίζας <i>lei</i>- «[[βλεννώδης]]» και [[επίθημα]] -<i>αξ</i>, -<i>ακος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>σκύλ</i>-<i>αξ</i>). Η λ. αντιστοιχεί ακριβώς με το ρωσ. <i>slimak</i> «[[λείμαξ]]» και συνδέεται με αγγλοσαξ. <i>slim</i> «[[βλέννα]], [[σάλιο]]». Παραμένει αβέβαιο αν το λατ. <i>limax</i> [[είναι]] [[δάνειο]] από την ελλ. ή αν συμβαίνει το αντίστροφο].<br /> <b>(II)</b><br />η (Α λεῑμαξ, -ακος)<br />[[λιβάδι]], [[λειμώνας]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κήπος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρλλ. τ. του [[λειμών]], που εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>αξ</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[πῖδαξ]])].
|mltxt=<b>(I)</b><br />η (Α [[λείμαξ]], -ακος)<br />γαστερόποδο πνευμονοφόρο χερσόβιο [[μαλάκιο]], ο [[γυμνοσάλιαγκας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. <i>λείμ</i>-<i>αξ</i> εμφανίζει θ. <i>λειμ</i>-, που ανάγεται στην παρεκτεταμένη [[μορφή]] <i>lei</i>-<i>m</i>- της ΙΕ ρίζας <i>lei</i>- «[[βλεννώδης]]» και [[επίθημα]] -<i>αξ</i>, -<i>ακος</i> ([[πρβλ]]. [[σκύλαξ]]). Η λ. αντιστοιχεί ακριβώς με το ρωσ. <i>slimak</i> «[[λείμαξ]]» και συνδέεται με αγγλοσαξ. <i>slim</i> «[[βλέννα]], [[σάλιο]]». Παραμένει αβέβαιο αν το λατ. <i>limax</i> [[είναι]] [[δάνειο]] από την ελλ. ή αν συμβαίνει το αντίστροφο].<br /> <b>(II)</b><br />η (Α λεῖμαξ, -ακος)<br />[[λιβάδι]], [[λειμώνας]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κήπος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρλλ. τ. του [[λειμών]], που εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>αξ</i> ([[πρβλ]]. [[πῖδαξ]])].
}}
}}
{{etym
{{etym