ευγεώργητος: Difference between revisions

From LSJ

ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)]" to "πρβλ. $2$4]")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὐγεώργητος]], -ον (Α)<br />(για [[τόπο]]) αυτός που εύκολα καλλιεργείται.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>γεωργητος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γεωργώ]]), [[πρβλ]]. <i>α</i>-<i>γεώργητος</i>].
|mltxt=[[εὐγεώργητος]], -ον (Α)<br />(για [[τόπο]]) αυτός που εύκολα καλλιεργείται.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>γεωργητος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γεωργώ]]), [[πρβλ]]. [[αγεώργητος]]].
}}
}}

Latest revision as of 06:45, 8 May 2023

Greek Monolingual

εὐγεώργητος, -ον (Α)
(για τόπο) αυτός που εύκολα καλλιεργείται.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -γεωργητος (< γεωργώ), πρβλ. αγεώργητος].