ωοσκοπία: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)]" to "πρβλ. $2$4]") |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η / [[ᾠοσκοπία]], ΝΑ, και [[ωοσκόπηση]], Ν<br />[[αβγομαντεία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(τροφ. τεχνολ.) η [[εξέταση]] του περιεχομένου ακέραιων αβγών με τη [[βοήθεια]] ισχυρής φωτεινής δέσμης, για την ποιοτική ταξινόμησή τους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ᾠόν</i> «[[αβγό]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>σκοπία</i> / -<i>σκόπηση</i> (<span style="color: red;"><</span> -<i>σκόπος</i> <span style="color: red;"><</span> [[σκέπτομαι]]), [[πρβλ]]. | |mltxt=η / [[ᾠοσκοπία]], ΝΑ, και [[ωοσκόπηση]], Ν<br />[[αβγομαντεία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(τροφ. τεχνολ.) η [[εξέταση]] του περιεχομένου ακέραιων αβγών με τη [[βοήθεια]] ισχυρής φωτεινής δέσμης, για την ποιοτική ταξινόμησή τους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ᾠόν</i> «[[αβγό]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>σκοπία</i> / -<i>σκόπηση</i> (<span style="color: red;"><</span> -<i>σκόπος</i> <span style="color: red;"><</span> [[σκέπτομαι]]), [[πρβλ]]. [[οἰωνοσκοπία]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 07:00, 8 May 2023
Greek Monolingual
η / ᾠοσκοπία, ΝΑ, και ωοσκόπηση, Ν
αβγομαντεία
νεοελλ.
(τροφ. τεχνολ.) η εξέταση του περιεχομένου ακέραιων αβγών με τη βοήθεια ισχυρής φωτεινής δέσμης, για την ποιοτική ταξινόμησή τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ᾠόν «αβγό» + -σκοπία / -σκόπηση (< -σκόπος < σκέπτομαι), πρβλ. οἰωνοσκοπία].