σκατένιος: Difference between revisions
From LSJ
ὄρνιθι γὰρ καὶ τὴν τότ᾽ αἰσίῳ τύχην παρέσχες ἡμῖν → for it was by a good omen that you provided that past fortune to us
(37) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)\]" to "<b>πρβλ.</b> $2$4, $7$9)]") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ια, -ιο, Ν<br /><b>1.</b> αυτός που έχει γίνει από σκατά, που αποτελείται από περιττώματα<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που δεν έχει [[καμιά]] [[αξία]], που [[είναι]] [[ανάξιος]] λόγου, [[ελεεινός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σκατό]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ένιος</i> (<b>πρβλ.</b> | |mltxt=-ια, -ιο, Ν<br /><b>1.</b> αυτός που έχει γίνει από σκατά, που αποτελείται από περιττώματα<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που δεν έχει [[καμιά]] [[αξία]], που [[είναι]] [[ανάξιος]] λόγου, [[ελεεινός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σκατό]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ένιος</i> (<b>πρβλ.</b> [[μαρμαρένιος]], [[σιδερένιος]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 08:20, 8 May 2023
Greek Monolingual
-ια, -ιο, Ν
1. αυτός που έχει γίνει από σκατά, που αποτελείται από περιττώματα
2. μτφ. αυτός που δεν έχει καμιά αξία, που είναι ανάξιος λόγου, ελεεινός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκατό + κατάλ. -ένιος (πρβλ. μαρμαρένιος, σιδερένιος)].