οίδαξ: Difference between revisions

From LSJ

Λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος → Maeroris unica medicina oratio → für Menschen ist der Trauer Arzt allein das Wort

Menander, Monostichoi, 326
m (Text replacement - "Πολυδ" to "Πολυδ")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[οἴδαξ]], -ακος, ὁ (ΑΜ)<br />άγριο [[σύκο]] («τὰ δὲ [[οὔπω]] [[πέπειρα]] τῶν σύκων ἴδακες παρὰ Λάκωσι καὶ φήληκες παρ' Ἀθηναίοις», <b>Πολυδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>οἰδῶ</i> «[[είμαι]] πρησμένος, φουσκωμένος» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>αξ</i>, -<i>ακος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>πήδ</i>-<i>αξ</i>)].
|mltxt=[[οἴδαξ]], -ακος, ὁ (ΑΜ)<br />άγριο [[σύκο]] («τὰ δὲ [[οὔπω]] [[πέπειρα]] τῶν σύκων ἴδακες παρὰ Λάκωσι καὶ φήληκες παρ' Ἀθηναίοις», <b>Πολυδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>οἰδῶ</i> «[[είμαι]] πρησμένος, φουσκωμένος» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>αξ</i>, -<i>ακος</i> ([[πρβλ]]. [[πήδαξ]])].
}}
}}

Latest revision as of 08:40, 8 May 2023

Greek Monolingual

οἴδαξ, -ακος, ὁ (ΑΜ)
άγριο σύκο («τὰ δὲ οὔπω πέπειρα τῶν σύκων ἴδακες παρὰ Λάκωσι καὶ φήληκες παρ' Ἀθηναίοις», Πολυδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἰδῶ «είμαι πρησμένος, φουσκωμένος» + επίθημα -αξ, -ακος (πρβλ. πήδαξ)].