οἰάκωσις: Difference between revisions
From LSJ
εἰ μὴ ἦλθον καὶ ἐλάλησα αὐτοῖς, ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον → if I had not come and spoken to them, they would not be guilty of sin
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[οἰάκωσις]], ἡ (Α)<br />η [[μετακίνηση]] του πηδαλίου του σκάφους με τον χειρισμό του οίακα, [[οιάκιση]], [[οιάκισμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἴαξ]], -<i>ακος</i> «[[πηδάλιο]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ωσις</i> ( | |mltxt=[[οἰάκωσις]], ἡ (Α)<br />η [[μετακίνηση]] του πηδαλίου του σκάφους με τον χειρισμό του οίακα, [[οιάκιση]], [[οιάκισμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἴαξ]], -<i>ακος</i> «[[πηδάλιο]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ωσις</i> ([[πρβλ]]. [[ρυτίδωσις]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 08:50, 8 May 2023
English (LSJ)
[ᾱ], εως, ἡ, guiding, Aq.Jb.37.12.
Greek (Liddell-Scott)
οἰάκωσις: ἡ, = οἰάκισμα, Ἀκύλ. ἐν Ἰώβ ΛΖ΄, 12.
Greek Monolingual
οἰάκωσις, ἡ (Α)
η μετακίνηση του πηδαλίου του σκάφους με τον χειρισμό του οίακα, οιάκιση, οιάκισμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἴαξ, -ακος «πηδάλιο» + κατάλ. -ωσις (πρβλ. ρυτίδωσις)].