Φαληριώτης: Difference between revisions
From LSJ
φιλεῖ δέ τοι, δαιμόνιε, τῷ κάμνοντι συσπεύδειν θεός → you know, my good fellow, when a man strives hard, a god tends to lend him aid
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, θηλ. Φαληριώτισσα, Ν<br />ο [[κάτοικος]] του Φαλήρου ή αυτός που κατάγεται από το Φάληρο («...σουρωμένος θά 'ρθω [[πάλι]]... Φαληριώτισσα γλυκιά...», λαϊκ. [[τραγούδι]]).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>Φάληρο</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιώτης</i> ( | |mltxt=ο, θηλ. Φαληριώτισσα, Ν<br />ο [[κάτοικος]] του Φαλήρου ή αυτός που κατάγεται από το Φάληρο («...σουρωμένος θά 'ρθω [[πάλι]]... Φαληριώτισσα γλυκιά...», λαϊκ. [[τραγούδι]]).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>Φάληρο</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιώτης</i> ([[πρβλ]]. [[Βολιώτης]])]. | ||
}} | }} |