φροντίς: Difference between revisions

m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4, $7$9)"
mNo edit summary
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. , )")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η / [[φροντίς]], -[[ίδος]], ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[μέριμνα]] (α. «έχει αναλάβει τη [[φροντίδα]] του σπιτιού» β. «ἀλλ' οὐ γὰρ αὐτῆς φροντίδ' ὡς τέκνων ἔχω», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ενδιαφέρον]], [[έγνοια]]<br /><b>3.</b> [[ανησυχία]], [[αγωνία]], [[σκοτούρα]] (α. «έχει πολλές φροντίδες» β. «καί με καρδίαν ἀμύσσει [[φροντίς]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πνεύμα]], [[νους]] («τὸ γὰρ τὴν φροντίδ' ἔξω τῶν κακῶν οἰκεῖν γλυκύ», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[επιθυμία]], [[πόθος]] («ἑτέροις ἑτέρων [[ἔρως]] ὑπέκνισε φρένας<br />τῶν δ' [[ἕκαστος]] ὀρούει, [[τυχών]] κεν ἁρπαλέαν σχέθοι [[φροντίδα]] τὰν πὰρ ποδός», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[σκέψη]], [[συλλογισμός]] («πολλὰς... ὁδοὺς ἐλθόντα φροντίδος πλάνοις», <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. έχει σχηματιστεί από το θ. <i>φρον</i>- της ετεροιωμένης βαθμίδας της λ. [[φρήν]], <i>φρενός</i> (<b>βλ. λ.</b> [[φρην]]) και εμφανίζει κατάλ. -<i>ις</i>, -[[ίδος]] και δυσερμήνευτο οδοντικό -<i>τ</i>-. Κατά μία [[άποψη]], το -<i>τ</i>- ανήκει στο [[επίθημα]] -<i>τις</i> (<b>πρβλ.</b> <i>πίσ</i>-<i>τις</i>, <i>φά</i>-<i>τις</i>), ενώ κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], η λ. [[φροντίς]] έχει</i> προέλθει με ανομοιωτική [[αποβολή]] του -<i>ρ</i>- από έναν αμάρτυρο τ. <i>φροντρίς</i>, θηλ. ενός <i>φροντήρ</i> «αυτός που σκέπτεται, που φροντίζει». Τέλος, έχει διατυπωθεί και η [[υπόθεση]] ότι πρόκειται για υποχωρητ. παρ. του ρ. [[φροντίζω]], το οποίο, σύμφωνα με την [[άποψη]] αυτή, έχει σχηματιστεί από το θ. φρονκατά το [[σχήμα]] [[ἐρατίζω]]: [[ἐρατός]]: [[ἔραμαι]].
|mltxt=η / [[φροντίς]], -[[ίδος]], ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[μέριμνα]] (α. «έχει αναλάβει τη [[φροντίδα]] του σπιτιού» β. «ἀλλ' οὐ γὰρ αὐτῆς φροντίδ' ὡς τέκνων ἔχω», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ενδιαφέρον]], [[έγνοια]]<br /><b>3.</b> [[ανησυχία]], [[αγωνία]], [[σκοτούρα]] (α. «έχει πολλές φροντίδες» β. «καί με καρδίαν ἀμύσσει [[φροντίς]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πνεύμα]], [[νους]] («τὸ γὰρ τὴν φροντίδ' ἔξω τῶν κακῶν οἰκεῖν γλυκύ», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[επιθυμία]], [[πόθος]] («ἑτέροις ἑτέρων [[ἔρως]] ὑπέκνισε φρένας<br />τῶν δ' [[ἕκαστος]] ὀρούει, [[τυχών]] κεν ἁρπαλέαν σχέθοι [[φροντίδα]] τὰν πὰρ ποδός», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[σκέψη]], [[συλλογισμός]] («πολλὰς... ὁδοὺς ἐλθόντα φροντίδος πλάνοις», <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. έχει σχηματιστεί από το θ. <i>φρον</i>- της ετεροιωμένης βαθμίδας της λ. [[φρήν]], <i>φρενός</i> (<b>βλ. λ.</b> [[φρην]]) και εμφανίζει κατάλ. -<i>ις</i>, -[[ίδος]] και δυσερμήνευτο οδοντικό -<i>τ</i>-. Κατά μία [[άποψη]], το -<i>τ</i>- ανήκει στο [[επίθημα]] -<i>τις</i> ([[πρβλ]]. [[πίστις]], [[φάτις]]), ενώ κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], η λ. [[φροντίς]] έχει</i> προέλθει με ανομοιωτική [[αποβολή]] του -<i>ρ</i>- από έναν αμάρτυρο τ. <i>φροντρίς</i>, θηλ. ενός <i>φροντήρ</i> «αυτός που σκέπτεται, που φροντίζει». Τέλος, έχει διατυπωθεί και η [[υπόθεση]] ότι πρόκειται για υποχωρητ. παρ. του ρ. [[φροντίζω]], το οποίο, σύμφωνα με την [[άποψη]] αυτή, έχει σχηματιστεί από το θ. φρονκατά το [[σχήμα]] [[ἐρατίζω]]: [[ἐρατός]]: [[ἔραμαι]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm