οκτακόσιοι: Difference between revisions
From LSJ
οἱ τοῖς πέλας ἐπιβουλεύοντες, λανθάνουσι πολλὰκις ὑφ' ἑτέρων τοῦτ' αὐτὸ πάσχοντες → when people plot against their neighbours, they fall victim to the same sort of plot themselves
(28) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4, $7$9)") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[οχτακόσιοι]], -ες, -α (Α [[ὀκτακόσιοι]] και [[ὀκτωκόσιοι]] και δωρ. τ. [[ὀκτακάτιοι]], -αι, -α)<br />[[ποσότητα]] [[οκτώ]] εκατοντάδων<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα οκτακόσια</i> και <i>οχτακόσια</i><br />α) ο [[αριθμός]] 800<br />β) (για [[χρονολογία]]) το οκτακοσιοστό [[έτος]] [[μετά]] Χριστόν.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[είναι]] συνθ. από το [[ὀκτώ]] <span style="color: red;">+</span> -<i>κόσιοι</i> <span style="color: red;"><</span> -<i>κάτιοι</i> (<b>πρβλ.</b> [[ἑκατόν]]), όπου το -<i>ο</i>- [[είναι]] αναλογικά [[προς]] τα -<i>κοντα</i>, -<i>κοστός</i> ( | |mltxt=και [[οχτακόσιοι]], -ες, -α (Α [[ὀκτακόσιοι]] και [[ὀκτωκόσιοι]] και δωρ. τ. [[ὀκτακάτιοι]], -αι, -α)<br />[[ποσότητα]] [[οκτώ]] εκατοντάδων<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα οκτακόσια</i> και <i>οχτακόσια</i><br />α) ο [[αριθμός]] 800<br />β) (για [[χρονολογία]]) το οκτακοσιοστό [[έτος]] [[μετά]] Χριστόν.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[είναι]] συνθ. από το [[ὀκτώ]] <span style="color: red;">+</span> -<i>κόσιοι</i> <span style="color: red;"><</span> -<i>κάτιοι</i> (<b>πρβλ.</b> [[ἑκατόν]]), όπου το -<i>ο</i>- [[είναι]] αναλογικά [[προς]] τα -<i>κοντα</i>, -<i>κοστός</i> ([[πρβλ]]. [[τριάκοντα]], [[τριακοστός]]), ενώ το -<i>σ</i>- προήλθε από [[ουράνωση]] και [[μετέπειτα]] συριστικοποίηση του -<i>τ</i>- προ του -<i>ι</i>- (<b>πρβλ.</b> [[φύσις]] <span style="color: red;"><</span> <i>φύτις</i>)]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:40, 8 May 2023
Greek Monolingual
και οχτακόσιοι, -ες, -α (Α ὀκτακόσιοι και ὀκτωκόσιοι και δωρ. τ. ὀκτακάτιοι, -αι, -α)
ποσότητα οκτώ εκατοντάδων
νεοελλ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα οκτακόσια και οχτακόσια
α) ο αριθμός 800
β) (για χρονολογία) το οκτακοσιοστό έτος μετά Χριστόν.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι συνθ. από το ὀκτώ + -κόσιοι < -κάτιοι (πρβλ. ἑκατόν), όπου το -ο- είναι αναλογικά προς τα -κοντα, -κοστός (πρβλ. τριάκοντα, τριακοστός), ενώ το -σ- προήλθε από ουράνωση και μετέπειτα συριστικοποίηση του -τ- προ του -ι- (πρβλ. φύσις < φύτις)].