οξύχειρ: Difference between revisions

From LSJ

Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.

Source
(29)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὀξύχειρ]], -χειρος, ὁ, ἡ (Α)<br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> [[εριστικός]], [[φιλόνικος]] («[[ὀξύχειρ]] κοὐκ [[ἐγκρατής]]», Νικόμ.)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ὀξύχειρι σὺν κτύπῳ» — με γρήγορο χτύπο τών χεριών [[κατά]] τον θρήνο, (<b>Αισχύλ.</b>)<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>οξυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[χείρ]], <i>χειρός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>μαλακό</i>-[[χειρ]])].
|mltxt=[[ὀξύχειρ]], -χειρος, ὁ, ἡ (Α)<br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> [[εριστικός]], [[φιλόνικος]] («[[ὀξύχειρ]] κοὐκ [[ἐγκρατής]]», Νικόμ.)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ὀξύχειρι σὺν κτύπῳ» — με γρήγορο χτύπο τών χεριών [[κατά]] τον θρήνο, (<b>Αισχύλ.</b>)<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>οξυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[χείρ]], <i>χειρός</i> ([[πρβλ]]. [[μαλακόχειρ]])].
}}
}}

Latest revision as of 14:55, 8 May 2023

Greek Monolingual

ὀξύχειρ, -χειρος, ὁ, ἡ (Α)
1. μτφ. εριστικός, φιλόνικοςὀξύχειρ κοὐκ ἐγκρατής», Νικόμ.)
2. φρ. «ὀξύχειρι σὺν κτύπῳ» — με γρήγορο χτύπο τών χεριών κατά τον θρήνο, (Αισχύλ.)
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + χείρ, χειρός (πρβλ. μαλακόχειρ)].