σαρκολάτρης: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
(6_19)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''σαρκολάτρης''': -ου, ὁ, ὁ λατρεύων τὴν σάρκαν, Γρηγ. Γαζ.
|lstext='''σαρκολάτρης''': -ου, ὁ, ὁ λατρεύων τὴν σάρκαν, Γρηγ. Γαζ.
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br />αυτός που λατρεύει την [[σάρκα]], τις υλικές απολαύσεις, ο [[υλιστής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σάρξ]], <i>σαρκός</i> <span style="color: red;">+</span> [[λάτρης]] ([[πρβλ]]. [[ειδωλολάτρης]])].
}}
}}

Latest revision as of 15:00, 8 May 2023

Greek (Liddell-Scott)

σαρκολάτρης: -ου, ὁ, ὁ λατρεύων τὴν σάρκαν, Γρηγ. Γαζ.

Greek Monolingual

ὁ, Α
αυτός που λατρεύει την σάρκα, τις υλικές απολαύσεις, ο υλιστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + λάτρης (πρβλ. ειδωλολάτρης)].