προχάζω: Difference between revisions

From LSJ

Δόλιον γὰρ ἄνδρα φεῦγε παρ' ὅλον τὸν βίον → Dum vivis, insidiosos curriculo fuge → Den Hinterhältigen fliehe, dein ganzes Leben lang

Menander, Monostichoi, 131
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4)")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> ([[κατά]] τον <b>Φώτ.</b>) «προχάζοις<br />προβαίνοις»<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «προχάζοις<br />ἀναποδίζοις».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>χάζομαι</i> «[[υποχωρώ]], αποσύρομαι». Το ρ. απαντά [[σπανίως]] στην ενεργ. [[φωνή]] [[κυρίως]] σε συνθ. ρ. (<b>πρβλ.</b> <i>ανα</i>-[[χάζω]])].
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> ([[κατά]] τον <b>Φώτ.</b>) «προχάζοις<br />προβαίνοις»<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «προχάζοις<br />ἀναποδίζοις».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>χάζομαι</i> «[[υποχωρώ]], αποσύρομαι». Το ρ. απαντά [[σπανίως]] στην ενεργ. [[φωνή]] [[κυρίως]] σε συνθ. ρ. ([[πρβλ]]. [[αναχάζω]])].
}}
}}

Revision as of 15:02, 8 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προχάζω Medium diacritics: προχάζω Low diacritics: προχάζω Capitals: ΠΡΟΧΑΖΩ
Transliteration A: procházō Transliteration B: prochazō Transliteration C: prochazo Beta Code: proxa/zw

English (LSJ)

A advance, Hsch., Phot. 2 = ἀναποδίζω, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

προχάζω: προχωρῶ, «προχάζοις· προβαίνοις. ἀναποδίζοις» καὶ «πρόχασον· πρόελθε» Ἡσύχ.· «προχάζοις: προβαίνοις» Φώτ.

Greek Monolingual

Α
1. (κατά τον Φώτ.) «προχάζοις
προβαίνοις»
2. (κατά τον Ησύχ.) «προχάζοις
ἀναποδίζοις».
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + χάζομαι «υποχωρώ, αποσύρομαι». Το ρ. απαντά σπανίως στην ενεργ. φωνή κυρίως σε συνθ. ρ. (πρβλ. αναχάζω)].