σωματοκάπηλος: Difference between revisions

From LSJ

καὶ παρὰ δύναμιν τολμηταὶ καὶ παρὰ γνώμην κινδυνευταὶ καὶ ἐν τοῖς δεινοῖς εὐέλπιδες → they are bold beyond their strength, venturesome beyond their better judgment, and sanguine in the face of dangers

Source
(b)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1060.png Seite 1060]] ὁ, = [[σωματέμπορος]], Chrysost.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1060.png Seite 1060]] ὁ, = [[σωματέμπορος]], Chrysost.
}}
{{ls
|lstext='''σωμᾰτοκάπηλος''': [ᾰ], ὁ, = [[σωματέμπορος]], καθάπερ οἱ προβατοπῶλαι καὶ οἱ σωματοκάπηλοι Ἰω. Χρυσ. τ. 10, σ. 448Β.
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br />[[δουλέμπορος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σῶμα]], <i>σώματος</i> <span style="color: red;">+</span> [[κάπηλος]] ([[πρβλ]]. [[ιματιοκάπηλος]])].
}}
}}

Latest revision as of 15:05, 8 May 2023

German (Pape)

[Seite 1060] ὁ, = σωματέμπορος, Chrysost.

Greek (Liddell-Scott)

σωμᾰτοκάπηλος: [ᾰ], ὁ, = σωματέμπορος, καθάπερ οἱ προβατοπῶλαι καὶ οἱ σωματοκάπηλοι Ἰω. Χρυσ. τ. 10, σ. 448Β.

Greek Monolingual

ὁ, Α
δουλέμπορος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῶμα, σώματος + κάπηλος (πρβλ. ιματιοκάπηλος)].