υδροφύλαξ: Difference between revisions

From LSJ

ἐπὶ ξυροῦ γὰρ ἀκμῆς ἔχεται ἡμῖν τὰ πρήγματα → our affairs are balanced on a razor's edge, our affairs are set upon the razor's edge

Source
(42)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ακος, ὁ, ΜΑ<br />[[φύλακας]] ή [[επόπτης]] τών [[κοινών]] υδρευτικών ή αρδευτικών νερών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>υδρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[φύλαξ]] (<b>πρβλ.</b> <i>λιμενο</i>-[[φύλαξ]])].
|mltxt=-ακος, ὁ, ΜΑ<br />[[φύλακας]] ή [[επόπτης]] τών [[κοινών]] υδρευτικών ή αρδευτικών νερών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>υδρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[φύλαξ]] ([[πρβλ]]. [[λιμενοφύλαξ]])].
}}
}}

Latest revision as of 15:10, 8 May 2023

Greek Monolingual

-ακος, ὁ, ΜΑ
φύλακας ή επόπτης τών κοινών υδρευτικών ή αρδευτικών νερών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο)- + φύλαξ (πρβλ. λιμενοφύλαξ)].