νοοσύνθετος: Difference between revisions
From LSJ
λέγεις, ἃ δὲ λέγεις ἕνεκα τοῦ λαβεῖν λέγεις → you speak, but you say what you say for the sake of gain (Menander, fr. 776)
(6_14) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4, $7$9)") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''νοοσύνθετος''': ὁ ἐκ τοῦ νοῦ [[σύνθετος]], Ἐπίγραμμ. πρὸ τῶν Σχολ. Μαξίμου εἰς Διον. Ἀρεοπ. | |lstext='''νοοσύνθετος''': ὁ ἐκ τοῦ νοῦ [[σύνθετος]], Ἐπίγραμμ. πρὸ τῶν Σχολ. Μαξίμου εἰς Διον. Ἀρεοπ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[νοοσύνθετος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει συντεθεί από τον νου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νόος]] / [[νοῦς]] <span style="color: red;">+</span> [[σύνθετος]] ([[πρβλ]]. [[κακοσύνθετος]], [[λεπτοσύνθετος]])]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 15:24, 8 May 2023
Greek (Liddell-Scott)
νοοσύνθετος: ὁ ἐκ τοῦ νοῦ σύνθετος, Ἐπίγραμμ. πρὸ τῶν Σχολ. Μαξίμου εἰς Διον. Ἀρεοπ.
Greek Monolingual
νοοσύνθετος, -ον (Α)
αυτός που έχει συντεθεί από τον νου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νόος / νοῦς + σύνθετος (πρβλ. κακοσύνθετος, λεπτοσύνθετος)].