χνουδωτός: Difference between revisions

From LSJ

Ζήτει γυναῖκα σύμμαχον τῶν πραγμάτων → Quaere adiuvamen rebus uxorem tuis → Als Partnerin im Leben such dir eine Frau

Menander, Monostichoi, 199
(46)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4, $7$9)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό, Ν<br />καλυμμένος από [[χνούδι]] (α. «σαν πεταλούδες χνουδωτές», Γρυπ.<br />β. «χνουδωτό ύφασμα»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χνούδι]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ωτός]](Ι) (<b>πρβλ.</b> <i>γραμμ</i>-[[ωτός]], <i>οδοντ</i>-[[ωτός]])].
|mltxt=-ή, -ό, Ν<br />καλυμμένος από [[χνούδι]] (α. «σαν πεταλούδες χνουδωτές», Γρυπ.<br />β. «χνουδωτό ύφασμα»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χνούδι]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ωτός]](Ι) ([[πρβλ]]. [[γραμμωτός]], [[οδοντωτός]])].
}}
}}

Latest revision as of 15:25, 8 May 2023

Greek Monolingual

-ή, -ό, Ν
καλυμμένος από χνούδι (α. «σαν πεταλούδες χνουδωτές», Γρυπ.
β. «χνουδωτό ύφασμα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χνούδι + κατάλ. -ωτός(Ι) (πρβλ. γραμμωτός, οδοντωτός)].