νεκυάμβατος: Difference between revisions
Ὥσπερ οἱ ἐρωτικοὶ ἀπὸ τῶν ἐν αἰσθήσει καλῶν ὁδῷ προϊόντες ἐπ' αὐτὴν καταντῶσι τὴν μίαν τῶν καλῶν πάντων καὶ νοητῶν ἀρχήν → Just as lovers systematically leave behind what is fair to sensation and attain the one true source of all that is fair and intelligible
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[νεκυάμβατος]], -ον (Α)<br />(για το [[πλοίο]] του Χάρωνος) αυτός στον οποίο επιβαίνουν νεκροί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νέκυς]] «[[νεκρός]]» <span style="color: red;">+</span> <i>ἀμβατός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἀναβαίνω]], ποιητ. τ. [[αντί]] [[ἀναβατός]]) «αυτός τον οποίο μπορεί [[κάποιος]] να ανεβεί», | |mltxt=[[νεκυάμβατος]], -ον (Α)<br />(για το [[πλοίο]] του Χάρωνος) αυτός στον οποίο επιβαίνουν νεκροί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νέκυς]] «[[νεκρός]]» <span style="color: red;">+</span> <i>ἀμβατός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἀναβαίνω]], ποιητ. τ. [[αντί]] [[ἀναβατός]]) «αυτός τον οποίο μπορεί [[κάποιος]] να ανεβεί», [[πρβλ]]. [[ανάμβατος]], [[πετράμβατος]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 16:45, 9 May 2023
English (LSJ)
ον, (ἀναβαίνω) of Charon's boat, embarked in by the dead, Epic. ap. Paus.10.28.2.
German (Pape)
[Seite 238] (ἀνάβατος), von den Todten bestiegen, betreten, ναῦς, poet, bei Paus. 10, 28, 2.
Greek (Liddell-Scott)
νεκυάμβᾰτος: -ον, (ἀναβαίνω) ἐπὶ τοῦ πορθμείου τοῦ Χάρωνος, εἰς ὃ ἐμβαίνουσιν οἱ νεκροί, Ποιητὴς παρὰ Παυσ. 10. 28, 2.
Greek Monolingual
νεκυάμβατος, -ον (Α)
(για το πλοίο του Χάρωνος) αυτός στον οποίο επιβαίνουν νεκροί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νέκυς «νεκρός» + ἀμβατός (< ἀναβαίνω, ποιητ. τ. αντί ἀναβατός) «αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να ανεβεί», πρβλ. ανάμβατος, πετράμβατος].