προσάλληλος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ τῶν νικητόρων στρατόπεδον → Victorious Legion

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4, $7$9]")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> ο [[ένας]] [[μαζί]] με τον [[άλλο]] ή ο [[ένας]] [[εναντίον]] του άλλου<br /><b>2.</b> [[αρμόδιος]] ή [[πρόσφορος]] («[[προσάλληλος]] [[καρπὸς]] τόπῳ», Θεόφρ.)<br /><b>3.</b> [[αμοιβαίος]]<br /><b>4.</b> [[σχετικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>άλληλος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἀλλήλων]]), <b>πρβλ.</b> <i>κατ</i>-<i>άλληλος</i>, <i>παρ</i>-<i>άλληλος</i>].
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> ο [[ένας]] [[μαζί]] με τον [[άλλο]] ή ο [[ένας]] [[εναντίον]] του άλλου<br /><b>2.</b> [[αρμόδιος]] ή [[πρόσφορος]] («[[προσάλληλος]] [[καρπὸς]] τόπῳ», Θεόφρ.)<br /><b>3.</b> [[αμοιβαίος]]<br /><b>4.</b> [[σχετικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>άλληλος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἀλλήλων]]), [[πρβλ]]. [[κατάλληλος]], [[παράλληλος]]].
}}
}}

Revision as of 16:48, 9 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσάλληλος Medium diacritics: προσάλληλος Low diacritics: προσάλληλος Capitals: ΠΡΟΣΑΛΛΗΛΟΣ
Transliteration A: prosállēlos Transliteration B: prosallēlos Transliteration C: prosallilos Beta Code: prosa/llhlos

English (LSJ)

ον, A one with or against another, X.Eq.4.3, Ach.Tat. 2.38. 2 congenial, π. καρπὸς πόπῳ prob. in Thphr.HP2.2.8. 3 mutual, Phld.D.3.14; correlative, Syrian. in Metaph.34.23.

German (Pape)

[Seite 748] gegen einander, Theophr., zw.

Greek (Liddell-Scott)

προσάλληλος: -ον, ὁ εἷς ἐναντίον τοῦ ἄλλου, Ἀχιλλ. Τάτ. 2. 38.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. ο ένας μαζί με τον άλλο ή ο ένας εναντίον του άλλου
2. αρμόδιος ή πρόσφοροςπροσάλληλος καρπὸς τόπῳ», Θεόφρ.)
3. αμοιβαίος
4. σχετικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + -άλληλος (< ἀλλήλων), πρβλ. κατάλληλος, παράλληλος].