νοόπληκτος: Difference between revisions

From LSJ

πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher

Source
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4, $7$9]")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[νοόπληκτος]], -ον (Α)<br />αυτός που πλήττει, που παραλύει τον νου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νόος]] / [[νοῦς]] <span style="color: red;">+</span> -<i>πληκτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πλήσσω]]), <b>πρβλ.</b> <i>καρδιό</i>-<i>πληκτος</i>, <i>φρενό</i>-<i>πληκτος</i>].
|mltxt=[[νοόπληκτος]], -ον (Α)<br />αυτός που πλήττει, που παραλύει τον νου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νόος]] / [[νοῦς]] <span style="color: red;">+</span> -<i>πληκτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πλήσσω]]), [[πρβλ]]. [[καρδιόπληκτος]], [[φρενόπληκτος]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 16:55, 9 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νοόπληκτος Medium diacritics: νοόπληκτος Low diacritics: νοόπληκτος Capitals: ΝΟΟΠΛΗΚΤΟΣ
Transliteration A: noóplēktos Transliteration B: nooplēktos Transliteration C: noopliktos Beta Code: noo/plhktos

English (LSJ)

ον, palsying the mind, μέθη AP6.71 (Paul. Sil.).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui frappe ou trouble la raison.
Étymologie: νόος, πλήσσω.

German (Pape)

den Verstand treffend, verwirrend, μέθη, Paul.Sil. 41 (VI.71).

Russian (Dvoretsky)

νοόπληκτος: туманящий разум (μέθη Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

νοόπληκτος: -ον, ὁ τὸν νοῦν παραλύων, μέθη Ἀνθ. Π. 6. 71.

Greek Monolingual

νοόπληκτος, -ον (Α)
αυτός που πλήττει, που παραλύει τον νου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νόος / νοῦς + -πληκτος (< πλήσσω), πρβλ. καρδιόπληκτος, φρενόπληκτος].

Greek Monotonic

νοόπληκτος: -ον (πλήσσω), αυτός που παραλύει τον νου, που πλήττει το μυαλό, σε Πλάτ.

Middle Liddell

νοό-πληκτος, ον, πλήσσω
palsying the mind, Anth.