ξενοδόχος: Difference between revisions
πρὶν τοὺς ἰχθῦς ἑλεῖν σὺ τὴν ἅλμην κυκᾷς → you're mixing the sauce before catching the fish | don't count your chickens before they are hatched | don't count your chickens before they hatch | first catch your hare | first catch your rabbit | first catch your rabbit and then make your stew | first catch your hare, then cook it | first catch your hare, then cook him
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, η (ΑΜ [[ξενοδόχος]])<br />(<b>νεοελλ.-μσν.</b>) [[ιδιοκτήτης]] ή [[διευθυντής]] ξενοδοχείου<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που περιποιείται τους ξένους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξένος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>δόχος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δέχομαι]]), | |mltxt=ο, η (ΑΜ [[ξενοδόχος]])<br />(<b>νεοελλ.-μσν.</b>) [[ιδιοκτήτης]] ή [[διευθυντής]] ξενοδοχείου<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που περιποιείται τους ξένους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξένος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>δόχος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δέχομαι]]), [[πρβλ]]. [[νεκροδόχος]]]. | ||
}} | }} | ||
{{mantoulidis | {{mantoulidis | ||
|mantxt=καί [[ξενοδόκος]] Ἀπό τό [[ξένος]] + [[δέχομαι]].<br><b>Παράγωγα:</b> ξενοδοκῶ (=[[φιλοξενῶ]]), [[ξενοδοχεῖον]], [[ξενοδοχία]], [[ξενοδοχικός]], [[ξενοδόχημα]]. Γιά ἄλλα παράγωγα δές στό [[ρῆμα]] [[δέχομαι]], [[καθώς]] καί στή λέξη [[ξένος]]. | |mantxt=καί [[ξενοδόκος]] Ἀπό τό [[ξένος]] + [[δέχομαι]].<br><b>Παράγωγα:</b> ξενοδοκῶ (=[[φιλοξενῶ]]), [[ξενοδοχεῖον]], [[ξενοδοχία]], [[ξενοδοχικός]], [[ξενοδόχημα]]. Γιά ἄλλα παράγωγα δές στό [[ρῆμα]] [[δέχομαι]], [[καθώς]] καί στή λέξη [[ξένος]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 10:30, 10 May 2023
English (LSJ)
v. ξενοδόκος.
German (Pape)
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui accueille les étrangers, hospitalier.
Étymologie: ξένος, δέχομαι.
Greek Monolingual
ο, η (ΑΜ ξενοδόχος)
(νεοελλ.-μσν.) ιδιοκτήτης ή διευθυντής ξενοδοχείου
αρχ.
αυτός που περιποιείται τους ξένους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + -δόχος (< δέχομαι), πρβλ. νεκροδόχος].
Mantoulidis Etymological
καί ξενοδόκος Ἀπό τό ξένος + δέχομαι.
Παράγωγα: ξενοδοκῶ (=φιλοξενῶ), ξενοδοχεῖον, ξενοδοχία, ξενοδοχικός, ξενοδόχημα. Γιά ἄλλα παράγωγα δές στό ρῆμα δέχομαι, καθώς καί στή λέξη ξένος.