οξυκαμπής: Difference between revisions

From LSJ

Τίς, ξένος ὦ ναυηγέ; Λεόντιχος ἐνθάδε νεκρὸν εὗρέ σ᾿ ἐπ᾿ αἰγιαλοῦ, χῶσε δὲ τῷδε τάφῳ, δακρύσας ἐπίκηρον ἑὸν βίον· οὐδὲ γὰρ αὐτὸς ἥσυχος, αἰθυίῃ δ᾿ ἶσα θαλασσοπορεῖ. → Who art thou, shipwrecked stranger? Leontichus found thee here dead on the beach, and buried thee in this tomb, weeping for his own uncertain life; for he also rests not, but travels over the sea like a gull.

Source
(29)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὀξυκαμπής]], -ές (Α)<br />(για [[άγκιστρο]]) αυτός που έχει [[οξεία]] [[καμπή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>οξυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>καμπής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[καμπή]]), <b>πρβλ.</b> <i>ευ</i>-<i>καμπής</i>].
|mltxt=[[ὀξυκαμπής]], -ές (Α)<br />(για [[άγκιστρο]]) αυτός που έχει [[οξεία]] [[καμπή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>οξυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>καμπής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[καμπή]]), [[πρβλ]]. [[ευκαμπής]]].
}}
}}

Latest revision as of 10:35, 10 May 2023

Greek Monolingual

ὀξυκαμπής, -ές (Α)
(για άγκιστρο) αυτός που έχει οξεία καμπή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + -καμπής (< καμπή), πρβλ. ευκαμπής].