παράγειος: Difference between revisions

From LSJ

οὐ σμικρὸν παραλλάττει οὕτως ἔχονἄλλως → it makes no small difference if it's this way, or another way

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />(για ψάρια ή θαλάσσια φυτά) αυτός που ζει στα ρηχά νερά και [[κοντά]] στην [[παραλία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>γειος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>γη</i>), <b>πρβλ.</b> <i>υπό</i>-<i>γειος</i>].
|mltxt=-ον, Α<br />(για ψάρια ή θαλάσσια φυτά) αυτός που ζει στα ρηχά νερά και [[κοντά]] στην [[παραλία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>γειος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>γη</i>), [[πρβλ]]. [[υπόγειος]]].
}}
}}

Revision as of 11:10, 10 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παράγειος Medium diacritics: παράγειος Low diacritics: παράγειος Capitals: ΠΑΡΑΓΕΙΟΣ
Transliteration A: parágeios Transliteration B: parageios Transliteration C: parageios Beta Code: para/geios

English (LSJ)

ον, (γῆ) haunting the shallow water near the shore, ζῷα π., opp. πελάγια, Arist.HA602a16; of sea-plants, Thphr.HP4.6.7.

German (Pape)

[Seite 474] an dem Lande, Arist. H. A. 8, 19.

Russian (Dvoretsky)

παράγειος: прибрежный, держащийся берега (ζῷα Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

παράγειος: -ον, (γῆ) ὁ συχνάζων εἰς τὰ ἀβαθῆ ὕδατα τὰ παρὰ τὴν γῆν, ζῷα παράγεια, ἀντίθετον τῷ πελάγια, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 19, 18.

Greek Monolingual

-ον, Α
(για ψάρια ή θαλάσσια φυτά) αυτός που ζει στα ρηχά νερά και κοντά στην παραλία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + -γειος (< γη), πρβλ. υπόγειος].