πραϋπαθής: Difference between revisions

From LSJ

ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → woman is silver-plated dirt, woman is dirt covered with silver

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές, Α<br />αυτός που έχει ήπιο χαρακτήρα, [[πράος]], [[ήμερος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πραϋπαθῶς</i><br />[[κατά]] τρόπο πραϋπαθή, ήπια, [[ήμερα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πραΰς]], αθέματη [[μορφή]] του [[πρᾶος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>παθής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πάθος]] <span style="color: red;"><</span> [[πάσχω]]), <b>πρβλ.</b> <i>ομοιο</i>-<i>παθής</i>].
|mltxt=-ές, Α<br />αυτός που έχει ήπιο χαρακτήρα, [[πράος]], [[ήμερος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πραϋπαθῶς</i><br />[[κατά]] τρόπο πραϋπαθή, ήπια, [[ήμερα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πραΰς]], αθέματη [[μορφή]] του [[πρᾶος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>παθής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πάθος]] <span style="color: red;"><</span> [[πάσχω]]), [[πρβλ]]. [[ομοιοπαθής]]].
}}
}}

Revision as of 11:25, 10 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρᾱϋπαθής Medium diacritics: πραϋπαθής Low diacritics: πραϋπαθής Capitals: ΠΡΑΫΠΑΘΗΣ
Transliteration A: praüpathḗs Transliteration B: praupathēs Transliteration C: praypathis Beta Code: prau+paqh/s

English (LSJ)

ές, mild-tempered, Id.2.351, prob. ib.595 (v.l. πραο-).

German (Pape)

[Seite 696] ές, sanftmüthig, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πρᾱϋπᾰθής: -ές, ὁ ἔχων πραεῖαν διάθεσιν, χαρακτῆρα πρᾶον, Βασιλ. τ. 1, σ. 216Β (= 145C), καὶ πιθ. γραφ. παρὰ Φίλωνι 2. 595· ― Ῥῆμ., παθέω, ὁ αὐτ. 1. 547· οὐσιαστ. πάθεια, ἡ, ὁ αὐτ. 2. 31.

Greek Monolingual

-ές, Α
αυτός που έχει ήπιο χαρακτήρα, πράος, ήμερος.
επίρρ...
πραϋπαθῶς
κατά τρόπο πραϋπαθή, ήπια, ήμερα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πραΰς, αθέματη μορφή του πρᾶος + -παθής (< πάθος < πάσχω), πρβλ. ομοιοπαθής].