τετράχωρος: Difference between revisions

From LSJ

αἰψηρὸς δὲ κόρος κρυεροῖο γόοιο (Odyssey 4.103) → satiety in grief comes soon

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />([[ιδίως]] για καρπούς) αυτός που περιλαμβάνει [[τέσσερα]] χωρισμένα τμήματα («τῷ φθινοπώρῳ φέρει [[σπέρμα]] ἐν θυλάκοις συνεζευγμένοις τριχώροις ἤ τετραχώροις», <b>Διοσκ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τετρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>χωρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χῶρος]]), <b>πρβλ.</b> <i>ἐννεά</i>-<i>χωρος</i>].
|mltxt=-ον, Α<br />([[ιδίως]] για καρπούς) αυτός που περιλαμβάνει [[τέσσερα]] χωρισμένα τμήματα («τῷ φθινοπώρῳ φέρει [[σπέρμα]] ἐν θυλάκοις συνεζευγμένοις τριχώροις ἤ τετραχώροις», <b>Διοσκ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τετρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>χωρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χῶρος]]), [[πρβλ]]. [[ἐννεάχωρος]]].
}}
}}

Revision as of 11:45, 10 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετράχωρος Medium diacritics: τετράχωρος Low diacritics: τετράχωρος Capitals: ΤΕΤΡΑΧΩΡΟΣ
Transliteration A: tetráchōros Transliteration B: tetrachōros Transliteration C: tetrachoros Beta Code: tetra/xwros

English (LSJ)

ον, A with four divisions, Dsc.1.101. II τ. μέτρον measure of four χῶρα, PGen.71.2, al. (iii A.D., cf. Arch.Pap.3.401).

Greek (Liddell-Scott)

τετράχωρος: -ον, ὁ ἔχων τέσσαρα διαμερίσματα, τέσσαρας χωριστοὺς χώρους, Διοσκ. 1. 133.

Greek Monolingual

-ον, Α
(ιδίως για καρπούς) αυτός που περιλαμβάνει τέσσερα χωρισμένα τμήματα («τῷ φθινοπώρῳ φέρει σπέρμα ἐν θυλάκοις συνεζευγμένοις τριχώροις ἤ τετραχώροις», Διοσκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -χωρος (< χῶρος), πρβλ. ἐννεάχωρος].