ἀρχαιοειδής: Difference between revisions

From LSJ

Ἢ μὴ ποίει τὸ κρυπτὸν ἢ μόνος ποίει → Aut occulendum nil patra, aut solus patra → Tu nichts Verborgnes oder tue es allein

Menander, Monostichoi, 225
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)ΕΤΥΜΟΛ\.(.*?)\]\]\)\. }}" to "ΕΤΥΜΟΛ.$1]]]. }}")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀρχαιοειδής]], -ές (Α)<br />αυτός που φαίνεται σαν [[αρχαίος]] ή σαν [[παλαιός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αρχαίος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i> <span style="color: red;"><</span> [[είδος]]).
|mltxt=[[ἀρχαιοειδής]], -ές (Α)<br />αυτός που φαίνεται σαν [[αρχαίος]] ή σαν [[παλαιός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αρχαίος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i> <span style="color: red;"><</span> [[είδος]]].
}}
}}

Revision as of 13:20, 10 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρχαιοειδής Medium diacritics: ἀρχαιοειδής Low diacritics: αρχαιοειδής Capitals: ΑΡΧΑΙΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: archaioeidḗs Transliteration B: archaioeidēs Transliteration C: archaioeidis Beta Code: a)rxaioeidh/s

English (LSJ)

ές, old-fashioned, archaic, Demetr.Eloc.245.

German (Pape)

[Seite 364] ές, alterthümlich aussehend, Demetr. Phal.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρχαιοειδής: -ές, ὁ τὸ εἶδος ἀρχαῖος, ἀρχαϊκός, φεύγειν δεῖ τὸ ἀρχαιοειδὲς καὶ τοῦ ἤθους καὶ τοῦ ῥυθμοῦ Δημ. Φαλ. 245.

Greek Monolingual

ἀρχαιοειδής, -ές (Α)
αυτός που φαίνεται σαν αρχαίος ή σαν παλαιός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχαίος + -ειδής < είδος].