ψιλής: Difference between revisions
From LSJ
Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht
Tags: Mobile edit Mobile web edit |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ψῑλής:''' ῆτος ὁ псилет, легковооруженный воин Aesch. | |elrutext='''ψῑλής:''' ῆτος ὁ [[псилет]], [[легковооруженный воин]] Aesch. | ||
}} | }} |
Revision as of 08:15, 11 May 2023
English (LSJ)
Greek Monolingual
-ῆτος, ὁ, Α
(ποιητ. τ.) ψιλήτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψιλός + επίθημα -ής, -ῆτος (< -ēt-, αβέβαιης προέλευσης), που απαντά σε ορισμένα επίθ. και ουσ. χρησιμοποιούμενα στην ποίηση ή είναι λ. της τεχνικής ορολογίας (πρβλ. ἀργ-ής)].
Russian (Dvoretsky)
ψῑλής: ῆτος ὁ псилет, легковооруженный воин Aesch.