υγρόνους: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)

Source
(42)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\]" to "πρβλ. $2$4]")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ουν και -οος, -οον, Α<br />αυτός που έχει αδύναμο, [[δηλαδή]] ευμετάβλητο νου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὑγρός]] <span style="color: red;">+</span> -[[νους]] / -<i>νοος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[νόος]], [[νοῦς]]), <b>πρβλ.</b> <i>θερμό</i>-[[νους]]].
|mltxt=-ουν και -οος, -οον, Α<br />αυτός που έχει αδύναμο, [[δηλαδή]] ευμετάβλητο νου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὑγρός]] <span style="color: red;">+</span> -[[νους]] / -<i>νοος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[νόος]], [[νοῦς]]), [[πρβλ]]. [[θερμόνους]]].
}}
}}

Latest revision as of 14:55, 11 May 2023

Greek Monolingual

-ουν και -οος, -οον, Α
αυτός που έχει αδύναμο, δηλαδή ευμετάβλητο νου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + -νους / -νοος (< νόος, νοῦς), πρβλ. θερμόνους].