περίκυκλος: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος → that pollution never wears out, that pollution can never grow old

Source
m (Text replacement - " LXX " to " LXX ")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> ο εντελώς [[σφαιροειδής]], [[ολοστρόγγυλος]]<br /><b>2.</b> (η δοτ. ως επίρρ.) <i>περικύκλῳ</i><br />[[γύρω]] [[γύρω]], [[ολόγυρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κύκλος]] (<b>πρβλ.</b> <i>υπό</i>-<i>κυκλος</i>)].
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> ο εντελώς [[σφαιροειδής]], [[ολοστρόγγυλος]]<br /><b>2.</b> (η δοτ. ως επίρρ.) <i>περικύκλῳ</i><br />[[γύρω]] [[γύρω]], [[ολόγυρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κύκλος]] ([[πρβλ]]. [[υπόκυκλος]])].
}}
}}

Revision as of 15:50, 11 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περίκυκλος Medium diacritics: περίκυκλος Low diacritics: περίκυκλος Capitals: ΠΕΡΙΚΥΚΛΟΣ
Transliteration A: períkyklos Transliteration B: perikyklos Transliteration C: perikyklos Beta Code: peri/kuklos

English (LSJ)

ον, all round, spherical, Tryph. 34; Στέφανος Nonn. D. 25.145; περικύκλῳ, = πέριξ, round about, LXX De. 6.14, Ps. 88 (89).7, Hero Aut. 4.2, Plu. 2.755a, ADysc. Synt. 336.24; in earlier writers divisim, as Pl. Phd. 112e.

German (Pape)

[Seite 581] ὁ, der Umkreis, wie vielleicht Plut. amator. 10 π ερικύκλῳ δραμόντες zu nehmenist. um und um rund, kugelrund, auch περικύκλιος, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

περίκυκλος: -ον, ὅλος κυκλοτερής, σφαιροειδής, ὁλοστρόγγυλος, Τρυφ. (γραπτ. Τριφ-) 34· στέφανος Νόνν. Δ. 25. 145· ― περικύκλῳ = πέριξ, ὁλόγυρα, δύναται νὰ θεωρηθῇ καλῶς ἔχον παρὰ τοῖς Ἑβδ. (Δευτ. Ϛ΄, 14, Ψαλμ. ΠΗ΄, 8, κτλ.)· ἀλλὰ παρὰ Πλάτ. ἐν Φαίδωνι 112Ε, Πλουτ. 2. 755Α, ἀποκατεστάθη, περὶ κύκλῳ πρβλ. Τίμ. 40Α, Νόμ. 964Ε.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. ο εντελώς σφαιροειδής, ολοστρόγγυλος
2. (η δοτ. ως επίρρ.) περικύκλῳ
γύρω γύρω, ολόγυρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + κύκλος (πρβλ. υπόκυκλος)].