πριονιστήριο: Difference between revisions
From LSJ
οὐ γὰρ ἂν τό γε πραχθὲν ἀγένητον θείη → since he cannot make what was done as though it had not come to pass
(34) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το, Ν<br />[[μηχανή]] ή [[εργοστάσιο]] εγκατεστημένων μηχανοκίνητων πριονιών όπου οι κορμοί δένδρων διαμορφώνονται σε καδρόνια ή σανιδοποιούνται.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πριονίζω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τήριο</i> ( | |mltxt=το, Ν<br />[[μηχανή]] ή [[εργοστάσιο]] εγκατεστημένων μηχανοκίνητων πριονιών όπου οι κορμοί δένδρων διαμορφώνονται σε καδρόνια ή σανιδοποιούνται.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πριονίζω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τήριο</i> ([[πρβλ]]. [[σπουδαστήριο]]). Η λ., στον λόγιο τ. <i>πριονιστήριον</i>, μαρτυρείται από το 18β2 στον Σκαρλ. Δ. Βυζάντιο]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 16:03, 11 May 2023
Greek Monolingual
το, Ν
μηχανή ή εργοστάσιο εγκατεστημένων μηχανοκίνητων πριονιών όπου οι κορμοί δένδρων διαμορφώνονται σε καδρόνια ή σανιδοποιούνται.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πριονίζω + κατάλ. -τήριο (πρβλ. σπουδαστήριο). Η λ., στον λόγιο τ. πριονιστήριον, μαρτυρείται από το 18β2 στον Σκαρλ. Δ. Βυζάντιο].