πρωτινός: Difference between revisions
From LSJ
(35) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό, Ν<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παλαιά [[εποχή]], ο [[παλαιικός]]<br /><b>2.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην προηγούμενη [[κάθε]] [[φορά]] [[εποχή]], ο [[προγενέστερος]]<br /><b>3.</b> <b>παροιμ.</b> «τών πρωτινών τα [[λόγια]], θεού [[λόγια]]» — δηλώνει ότι οι γνώμες και οι κρίσεις τών παλαιών, που έχουν περάσει τη [[δοκιμασία]] του χρόνου, [[είναι]] αλάθητες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πρώτος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ινός</i> ( | |mltxt=-ή, -ό, Ν<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παλαιά [[εποχή]], ο [[παλαιικός]]<br /><b>2.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην προηγούμενη [[κάθε]] [[φορά]] [[εποχή]], ο [[προγενέστερος]]<br /><b>3.</b> <b>παροιμ.</b> «τών πρωτινών τα [[λόγια]], θεού [[λόγια]]» — δηλώνει ότι οι γνώμες και οι κρίσεις τών παλαιών, που έχουν περάσει τη [[δοκιμασία]] του χρόνου, [[είναι]] αλάθητες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πρώτος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ινός</i> ([[πρβλ]]. [[αληθινός]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 16:05, 11 May 2023
Greek Monolingual
-ή, -ό, Ν
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παλαιά εποχή, ο παλαιικός
2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην προηγούμενη κάθε φορά εποχή, ο προγενέστερος
3. παροιμ. «τών πρωτινών τα λόγια, θεού λόγια» — δηλώνει ότι οι γνώμες και οι κρίσεις τών παλαιών, που έχουν περάσει τη δοκιμασία του χρόνου, είναι αλάθητες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρώτος + κατάλ. -ινός (πρβλ. αληθινός)].