σακχαρόπηκτος: Difference between revisions

From LSJ

Ξενίας ἀεὶ φρόντιζε, μὴ καθυστέρει → Cura hospitalis esse nec in hoc sis piger → Sei stets auf Gastfreundschaft bedacht und säume nicht

Menander, Monostichoi, 396
(36)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο, Ν<br /><b>1.</b> αυτός που παρασκευάζεται με [[πήξη]] [[ζάχαρης]] ή με [[περικάλυψη]] [[ζάχαρης]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το σακχαρόπηκτο</i><br />α) [[προϊόν]] που παρασκευάζεται με [[πήξη]] [[ζάχαρης]]<br />β) φαρμακευτικό [[δισκίο]] με [[περικάλυψη]] [[ζάχαρης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>σάκχαρη</i> <span style="color: red;">+</span> [[πηκτός]] (<b>πρβλ.</b> <i>βραδύ</i>-<i>πηκτος</i>). Η λ., στον πληθ. <i>σακχαρόπηκτα</i>, μαρτυρείται από το 1852 στον Ι. Ν. Λεβαδέα].
|mltxt=-η, -ο, Ν<br /><b>1.</b> αυτός που παρασκευάζεται με [[πήξη]] [[ζάχαρης]] ή με [[περικάλυψη]] [[ζάχαρης]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το σακχαρόπηκτο</i><br />α) [[προϊόν]] που παρασκευάζεται με [[πήξη]] [[ζάχαρης]]<br />β) φαρμακευτικό [[δισκίο]] με [[περικάλυψη]] [[ζάχαρης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>σάκχαρη</i> <span style="color: red;">+</span> [[πηκτός]] ([[πρβλ]]. [[βραδύπηκτος]]). Η λ., στον πληθ. <i>σακχαρόπηκτα</i>, μαρτυρείται από το 1852 στον Ι. Ν. Λεβαδέα].
}}
}}

Latest revision as of 16:10, 11 May 2023

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
1. αυτός που παρασκευάζεται με πήξη ζάχαρης ή με περικάλυψη ζάχαρης
2. το ουδ. ως ουσ. το σακχαρόπηκτο
α) προϊόν που παρασκευάζεται με πήξη ζάχαρης
β) φαρμακευτικό δισκίο με περικάλυψη ζάχαρης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάκχαρη + πηκτός (πρβλ. βραδύπηκτος). Η λ., στον πληθ. σακχαρόπηκτα, μαρτυρείται από το 1852 στον Ι. Ν. Λεβαδέα].