πλωάς: Difference between revisions

From LSJ

κακῶν ἀπέστω θάνατος, ὡς ἴδῃ κακά → of all evils let only death be absent, so he may see evils

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span>(?s)(?!.*<span class="bld">) " to "")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[πλωϊάς]], -[[άδος]], ἡ, Α<br /><b>1.</b> αυτή που πλέει, η επιπλέουσα<br /><b>2.</b> αυτή που ταξιδεύει, η περιπλανώμενη<br /><b>3.</b> (ως κύριο ὁν.) <i>Πλωάς</i> ή <i>Πλωϊάς</i><br />[[ονομασία]] του αστερισμού Μεγάλη Άρκτος<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «πλωϊάδες νεφέλαι» — περιφερόμενα σύννεφα<br />β) «πλωάδες νῆσοι» — τα νησιά όπου κατοικούσαν οι Άρπυιες, οι Στροφάδες Νήσοι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>πλω</i>- του [[πλώω]] «[[πλέω]]» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -(<i>ι</i>)<i>άς</i> (<b>πρβλ.</b> <i>λειμων</i>-<i>ιάς</i>)].
|mltxt=και [[πλωϊάς]], -[[άδος]], ἡ, Α<br /><b>1.</b> αυτή που πλέει, η επιπλέουσα<br /><b>2.</b> αυτή που ταξιδεύει, η περιπλανώμενη<br /><b>3.</b> (ως κύριο ὁν.) <i>Πλωάς</i> ή <i>Πλωϊάς</i><br />[[ονομασία]] του αστερισμού Μεγάλη Άρκτος<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «πλωϊάδες νεφέλαι» — περιφερόμενα σύννεφα<br />β) «πλωάδες νῆσοι» — τα νησιά όπου κατοικούσαν οι Άρπυιες, οι Στροφάδες Νήσοι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>πλω</i>- του [[πλώω]] «[[πλέω]]» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -(<i>ι</i>)<i>άς</i> ([[πρβλ]]. [[λειμωνιάς]])].
}}
}}

Revision as of 16:10, 11 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλωάς Medium diacritics: πλωάς Low diacritics: πλωάς Capitals: ΠΛΩΑΣ
Transliteration A: plōás Transliteration B: plōas Transliteration C: ploas Beta Code: plwa/s

English (LSJ)

άδος, ἡ, (πλώω) = πλώουσα, sailing or floating about, ὄρνιθες A.R.2.1053 (EM731.40, but πλωίδας codd.):—also πλωϊάδες νεφέλαι Thphr. ap. Plu.2.292c; αἱ πλωάδες νῆσοι (πλοάδες codd.) floating islands in Lake Copais, Thphr.HP4.10.2, 4.12.4.

German (Pape)

[Seite 639] ἡ, = πλώουσα, Sp., die schwimmende, herumirrende, unstäte, νεφέλη, s. das Folgde.

Greek (Liddell-Scott)

πλωάς: -άδος, ἡ, (πλώω) = πλώουσα, ἡ πλέουσα ἢ ἐπιπλέουσα, ὄρνιθες Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 1054 (ἴδε ἐν λ. πτωκάς)· οὕτω, πλωϊάδες νεφέλαι Θεόφρ. παρὰ Πλουτ. 2. 292C· αἱ πλοάδες νῆσοι (ἀναγν. πλωάδες), αἱ τῶν Ἁρπυιῶν νῆσοι ἐν τῷ Αἰγαίῳ, αἱ μετὰ ταῦτα κληθεῖσαι Στροφάδες, ὁ αὐτ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 10, 2., 4. 12, 4.

Greek Monolingual

και πλωϊάς, -άδος, ἡ, Α
1. αυτή που πλέει, η επιπλέουσα
2. αυτή που ταξιδεύει, η περιπλανώμενη
3. (ως κύριο ὁν.) Πλωάς ή Πλωϊάς
ονομασία του αστερισμού Μεγάλη Άρκτος
4. φρ. α) «πλωϊάδες νεφέλαι» — περιφερόμενα σύννεφα
β) «πλωάδες νῆσοι» — τα νησιά όπου κατοικούσαν οι Άρπυιες, οι Στροφάδες Νήσοι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πλω- του πλώω «πλέω» + επίθημα -(ι)άς (πρβλ. λειμωνιάς)].