σαρκίτις: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ὅλον τόδε ποσαπλάσιον τοῦδε γίγνεται → how many times greater is this whole sum than that one

Source
(36)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ίτιδος, ἡ, Α<br />[[είδος]] πολύτιμου λίθου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σάρξ]], <i>σαρκός</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ῖτις</i>, -<i>ίτιδος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>κεραμ</i>-<i>ῖτις</i>). Ο [[λίθος]] ονομάστηκε [[έτσι]] λόγω του χρώματός του].
|mltxt=-ίτιδος, ἡ, Α<br />[[είδος]] πολύτιμου λίθου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σάρξ]], <i>σαρκός</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ῖτις</i>, -<i>ίτιδος</i> ([[πρβλ]]. [[κεραμῖτις]]). Ο [[λίθος]] ονομάστηκε [[έτσι]] λόγω του χρώματός του].
}}
}}

Latest revision as of 16:15, 11 May 2023

Greek Monolingual

-ίτιδος, ἡ, Α
είδος πολύτιμου λίθου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + κατάλ. -ῖτις, -ίτιδος (πρβλ. κεραμῖτις). Ο λίθος ονομάστηκε έτσι λόγω του χρώματός του].