σανδαλίσκος: Difference between revisions
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
|||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ὁ, και αιολ. τ. [[σαμβαλίσκος]] και [[ετερόκλιτος]] τ. πληθ. σανδαλίσκα, Α<br /><b>υποκορ.</b> μικρό [[σάνδαλο]], μικρό [[σανδάλι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σάνδαλον]] / [[σάμβαλον]] <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>ίσκος</i> ( | |mltxt=ὁ, και αιολ. τ. [[σαμβαλίσκος]] και [[ετερόκλιτος]] τ. πληθ. σανδαλίσκα, Α<br /><b>υποκορ.</b> μικρό [[σάνδαλο]], μικρό [[σανδάλι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σάνδαλον]] / [[σάμβαλον]] <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>ίσκος</i> ([[πρβλ]]. [[οβελίσκος]])]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 16:19, 11 May 2023
English (LSJ)
ὁ, Dim. of σάνδαλον, Ar.Ra. 406 (s.v.l., τὸ -κον Blass):—also σαμβᾰλίσκος, ὁ, heterocl. pl. -ίσκα, Hippon.18.
German (Pape)
[Seite 860] ὁ, dim. von σάνδαλον, Ar. Ran. 405.
Russian (Dvoretsky)
σανδᾰλίσκος: ὁ [demin. к σάνδαλον Arph. = σανδάλιον.
Greek (Liddell-Scott)
σανδᾰλίσκος: ὁ, ὑποκοριστ. τοῦ σάνδαλον, Ἀριστοφ. Βάτρ. 405· πρβλ. σαμβαλ-.
Greek Monolingual
ὁ, και αιολ. τ. σαμβαλίσκος και ετερόκλιτος τ. πληθ. σανδαλίσκα, Α
υποκορ. μικρό σάνδαλο, μικρό σανδάλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάνδαλον / σάμβαλον + υποκορ. κατάλ. -ίσκος (πρβλ. οβελίσκος)].
Greek Monotonic
σανδᾰλίσκος: ὁ, υποκορ. του σάνδαλον, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
σανδᾰλίσκος, ὁ, [Dim. of σάνδαλον, Ar.]