σφίξιμο: Difference between revisions

From LSJ

ἠργάζετο τῷ σώματι μισθαρνοῦσα τοῖς βουλομένοις αὐτῇ πλησιάζειν → she lived as a prostitute letting out her person for hire to those who wished to enjoy her, she worked with her body by hiring herself out to anyone who wanted to have sex with her

Source
(40)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το, Ν<br /><b>1.</b> [[πίεση]] κάποιου πράγματος από όλες του τις πλευρές, [[περίσφιγξη]], [[συμπίεση]]<br /><b>2.</b> το να γίνεται [[κάτι]] πιο πηχτό<br /><b>3.</b> [[ένταση]] προσπάθειας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αόρ. <i>έσφιξα</i> του [[σφίγγω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιμο</i> (<b>πρβλ.</b> <i>τρέξ</i>-<i>ιμό</i>)].
|mltxt=το, Ν<br /><b>1.</b> [[πίεση]] κάποιου πράγματος από όλες του τις πλευρές, [[περίσφιγξη]], [[συμπίεση]]<br /><b>2.</b> το να γίνεται [[κάτι]] πιο πηχτό<br /><b>3.</b> [[ένταση]] προσπάθειας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αόρ. <i>έσφιξα</i> του [[σφίγγω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιμο</i> ([[πρβλ]]. [[τρέξιμό]])].
}}
}}

Latest revision as of 16:25, 11 May 2023

Greek Monolingual

το, Ν
1. πίεση κάποιου πράγματος από όλες του τις πλευρές, περίσφιγξη, συμπίεση
2. το να γίνεται κάτι πιο πηχτό
3. ένταση προσπάθειας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αόρ. έσφιξα του σφίγγω + κατάλ. -ιμο (πρβλ. τρέξιμό)].