τρίξιμο: Difference between revisions

From LSJ

ἕτερος ἐξ ἑτέρου σοφός τό τε πάλαι τό τε νῦν → one gets his skill from another, now as in days of old

Source
(42)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το, Ν<br />ο [[ήχος]] που δημιουργείται από την [[τριβή]] δύο σκληρών πραγμάτων, ο [[τριγμός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>τριξ</i>- του αορ. <i>έ</i>-<i>τριξ</i>-<i>α</i> του [[τρίζω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιμο</i> (<b>πρβλ.</b> <i>πρήξ</i>-<i>ιμο</i>)].
|mltxt=το, Ν<br />ο [[ήχος]] που δημιουργείται από την [[τριβή]] δύο σκληρών πραγμάτων, ο [[τριγμός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>τριξ</i>- του αορ. <i>έ</i>-<i>τριξ</i>-<i>α</i> του [[τρίζω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιμο</i> ([[πρβλ]]. [[πρήξιμο]])].
}}
}}

Latest revision as of 16:34, 11 May 2023

Greek Monolingual

το, Ν
ο ήχος που δημιουργείται από την τριβή δύο σκληρών πραγμάτων, ο τριγμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τριξ- του αορ. έ-τριξ-α του τρίζω + κατάλ. -ιμο (πρβλ. πρήξιμο)].