ὀδαξησμός: Difference between revisions
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
|||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (Α [[ὀδαξησμός]] και [[ὀδαξισμός]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ιατρ.</b> [[ερεθισμός]] του δέρματος ο [[οποίος]] προκαλεί κνησμό και οφείλεται σε [[διαταραχή]] της λειτουργίας τών νεύρων, [[χωρίς]] να υπάρχει [[εμφανής]] δερματική [[βλάβη]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κνησμός]], [[φαγούρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὀδάξομαι</i> / <i>ὀδαξῶμαι</i> «[[αισθάνομαι]] κνησμό», [[κατά]] τα ουσ. σε -(<i>ι</i>)<i>σμός</i> από ρ. σε -<i>ίζω</i> ( | |mltxt=ο (Α [[ὀδαξησμός]] και [[ὀδαξισμός]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ιατρ.</b> [[ερεθισμός]] του δέρματος ο [[οποίος]] προκαλεί κνησμό και οφείλεται σε [[διαταραχή]] της λειτουργίας τών νεύρων, [[χωρίς]] να υπάρχει [[εμφανής]] δερματική [[βλάβη]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κνησμός]], [[φαγούρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὀδάξομαι</i> / <i>ὀδαξῶμαι</i> «[[αισθάνομαι]] κνησμό», [[κατά]] τα ουσ. σε -(<i>ι</i>)<i>σμός</i> από ρ. σε -<i>ίζω</i> ([[πρβλ]]. [[ναυαγησμός]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 17:04, 11 May 2023
English (LSJ)
ὁ, = ὀδαγμός (itching, irritation), Hp.Aph.3.25, Ph.2.301, Dsc.2.72, Plu.2.769e, Aret.CA1.2, Ael.NA1.38, Artem.5.67. (In codd. freq. misspelt ὀδαξισμός), also ἀδαξησμός Erot.Fr.30.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ irritación, picazón.
German (Pape)
[Seite 291] ὁ, = ὀδαγμός, Medic.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
démangeaison, cuisson.
Étymologie: ὀδαξάω.
Russian (Dvoretsky)
ὀδαξησμός: v.l. ὀδαξισμός и ὀδαξυσμός ὁ досл. укус, перен. возбуждение, раздражение Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ὀδαξησμός: ὁ, = ὀδαγμός, Ἱππ. Ἀφ. 1248, Πλούτ. 2. 796Ε, Ἡσύχ., Σουΐδ.
Greek Monolingual
ο (Α ὀδαξησμός και ὀδαξισμός)
νεοελλ.
ιατρ. ερεθισμός του δέρματος ο οποίος προκαλεί κνησμό και οφείλεται σε διαταραχή της λειτουργίας τών νεύρων, χωρίς να υπάρχει εμφανής δερματική βλάβη
αρχ.
κνησμός, φαγούρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀδάξομαι / ὀδαξῶμαι «αισθάνομαι κνησμό», κατά τα ουσ. σε -(ι)σμός από ρ. σε -ίζω (πρβλ. ναυαγησμός)].