μνααίος: Difference between revisions

From LSJ

κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.

Source
(25)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=μνααῑος και μναῑος και μνάϊος -α, -ον (Α)<br />αυτός που έχει [[βάρος]] το οποίο ισοδυναμεί με μία μνα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μνᾶ</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αῖος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>δοχ</i>-<i>αίος</i>). Ο τ. [[μναῖος]] / <i>μνάϊος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>μνᾶ</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιος</i>].
|mltxt=μνααῖος και μναῖος και μνάϊος -α, -ον (Α)<br />αυτός που έχει [[βάρος]] το οποίο ισοδυναμεί με μία μνα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μνᾶ</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αῖος</i> ([[πρβλ]]. [[δοχαίος]]). Ο τ. [[μναῖος]] / <i>μνάϊος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>μνᾶ</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιος</i>].
}}
}}

Latest revision as of 06:55, 13 May 2023

Greek Monolingual

μνααῖος και μναῖος και μνάϊος -α, -ον (Α)
αυτός που έχει βάρος το οποίο ισοδυναμεί με μία μνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μνᾶ + κατάλ. -αῖος (πρβλ. δοχαίος). Ο τ. μναῖος / μνάϊος < μνᾶ + κατάλ. -ιος].