μόθαξ: Difference between revisions
From LSJ
μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
|||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μόθαξ]], ὁ (Α)<br />[[μόθων]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μόθος]] «[[μάχη]], [[θόρυβος]]» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>αξ</i> ([[πρβλ]]. | |mltxt=[[μόθαξ]], ὁ (Α)<br />[[μόθων]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μόθος]] «[[μάχη]], [[θόρυβος]]» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>αξ</i> ([[πρβλ]]. [[λείμαξ]]). Για τη σημασιολογική [[εξέλιξη]] της λ. <b>βλ.</b> [[μόθος]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 07:00, 13 May 2023
English (LSJ)
ᾰκος, ὁ, = μόθων 1.1, Phylarch.43 J., Plu.Cleom.8, Ael.VH 12.43.
German (Pape)
[Seite 197] ακος, ὁ, = μόθων, w. m. s.
French (Bailly abrégé)
ακος (ὁ) :
c. μόθων.
Russian (Dvoretsky)
μόθαξ: ᾰκος ὁ Plut. = μόθων.
Greek (Liddell-Scott)
μόθαξ: -ᾰκος, ὁ, = μόθων, Φύλαρχ. παρ’ Ἀθην. 271Ε, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 12. 43· - «μόθακες· οἱ ἅμα τρεφόμενοι τοῖς υἱοῖς δοῦλοι παῖδες» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
μόθαξ, ὁ (Α)
μόθων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μόθος «μάχη, θόρυβος» + επίθημα -αξ (πρβλ. λείμαξ). Για τη σημασιολογική εξέλιξη της λ. βλ. μόθος.