μορφόχρους: Difference between revisions

From LSJ

ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages

Source
(25)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μορφόχρους]], -ουν και, -οος, -οον (Α)<br />(πιθ. εσφ. ανάγν. [[αντί]] ευμορφόχρους) αυτός που έχει [[ωραίο]] [[χρώμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μορφή]] <span style="color: red;">+</span> <i>χροῦς</i> «[[χρώμα]]» (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ροδό</i>-<i>χρους</i>)].
|mltxt=[[μορφόχρους]], -ουν και, -οος, -οον (Α)<br />(πιθ. εσφ. ανάγν. [[αντί]] ευμορφόχρους) αυτός που έχει [[ωραίο]] [[χρώμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μορφή]] <span style="color: red;">+</span> <i>χροῦς</i> «[[χρώμα]]» ([[πρβλ]]. [[ροδόχρους]])].
}}
}}

Latest revision as of 07:10, 13 May 2023

Greek Monolingual

μορφόχρους, -ουν και, -οος, -οον (Α)
(πιθ. εσφ. ανάγν. αντί ευμορφόχρους) αυτός που έχει ωραίο χρώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μορφή + χροῦς «χρώμα» (πρβλ. ροδόχρους)].