ομόκραιρος: Difference between revisions

From LSJ

ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft

Source
(28)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> \[\[((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $1$3)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὁμόκραιρος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει όμοια κέρατα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[κραῖρα]] «[[κορυφή]], [[κεφαλή]]» (<b>πρβλ.</b> [[ορθό]]-<i>κραιρος</i>)].
|mltxt=[[ὁμόκραιρος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει όμοια κέρατα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[κραῖρα]] «[[κορυφή]], [[κεφαλή]]» ([[πρβλ]]. [[ορθόκραιρος]])].
}}
}}

Latest revision as of 12:48, 16 May 2023

Greek Monolingual

ὁμόκραιρος, -ον (Α)
αυτός που έχει όμοια κέρατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + κραῖρα «κορυφή, κεφαλή» (πρβλ. ορθόκραιρος)].