ίκτερος: Difference between revisions
Ὑπὸ γὰρ λόγων ὁ νοῦς μετεωρίζεται ἐπαίρεταί τ' ἄνθρωπος → Borne up by words, the mind soars aloft, and we reach the heights (Aristophanes, Birds 1447f.)
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)πρβλ\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4, $7$9)") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ὁ (ΑΜ [[ἴκτερος]])<br /><b>ιατρ.</b> παθολογικό [[σύμπτωμα]] που χαρακτηρίζεται από κίτρινη [[χρώση]] του δέρματος και τών βλεννογόνων, κν. [[χρυσή]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ονομασία]] πτηνού με χρυσοκίτρινο [[χρώμα]] το οποίο πέθαινε όταν το κοιτούσε όποιος έπασχε από ίκτερο, ενώ αυτός θεραπευόταν.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἴκτ</i>-<i>ερος</i><br />η [[σύνδεση]] της λ. με [[ἴκτις]], <i>ἰκτίνος</i> οδηγεί σε πιθ. [[αναγωγή]] της λ. σε [[ρίζα]] <i>ικτ</i>- με σημ. «[[κίτρινος]], [[πράσινος]]». Ο τ. <i>ἴκτ</i>-<i>ερος</i> εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>ερο</i>-, το οποίο μαρτυρείται και σε άλλα ονόματα ασθενειών (πρβλ. | |mltxt=ὁ (ΑΜ [[ἴκτερος]])<br /><b>ιατρ.</b> παθολογικό [[σύμπτωμα]] που χαρακτηρίζεται από κίτρινη [[χρώση]] του δέρματος και τών βλεννογόνων, κν. [[χρυσή]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ονομασία]] πτηνού με χρυσοκίτρινο [[χρώμα]] το οποίο πέθαινε όταν το κοιτούσε όποιος έπασχε από ίκτερο, ενώ αυτός θεραπευόταν.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἴκτ</i>-<i>ερος</i><br />η [[σύνδεση]] της λ. με [[ἴκτις]], <i>ἰκτίνος</i> οδηγεί σε πιθ. [[αναγωγή]] της λ. σε [[ρίζα]] <i>ικτ</i>- με σημ. «[[κίτρινος]], [[πράσινος]]». Ο τ. <i>ἴκτ</i>-<i>ερος</i> εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>ερο</i>-, το οποίο μαρτυρείται και σε άλλα ονόματα ασθενειών ([[πρβλ]]. [[ὕδερος]], [[χολέρα]]). Η λ. χρησιμοποιούνταν [[κυρίως]] στον πληθ. με τη σημ. της νόσου, ήταν όμως και [[ονομασία]] πτηνού, του οποίου η θέα θεωρούνταν ότι θεραπεύει τον πάσχοντα από ίκτερο.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ικτερικός]], [[ικτεριώ]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ικτερίας]], [[ικτερίτης]], [[ικτερόεις]], [[ικτερούμαι]], [[ικτερώδης]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[ικτερογόνος]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:21, 19 May 2023
Greek Monolingual
ὁ (ΑΜ ἴκτερος)
ιατρ. παθολογικό σύμπτωμα που χαρακτηρίζεται από κίτρινη χρώση του δέρματος και τών βλεννογόνων, κν. χρυσή
αρχ.
ονομασία πτηνού με χρυσοκίτρινο χρώμα το οποίο πέθαινε όταν το κοιτούσε όποιος έπασχε από ίκτερο, ενώ αυτός θεραπευόταν.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἴκτ-ερος
η σύνδεση της λ. με ἴκτις, ἰκτίνος οδηγεί σε πιθ. αναγωγή της λ. σε ρίζα ικτ- με σημ. «κίτρινος, πράσινος». Ο τ. ἴκτ-ερος εμφανίζει επίθημα -ερο-, το οποίο μαρτυρείται και σε άλλα ονόματα ασθενειών (πρβλ. ὕδερος, χολέρα). Η λ. χρησιμοποιούνταν κυρίως στον πληθ. με τη σημ. της νόσου, ήταν όμως και ονομασία πτηνού, του οποίου η θέα θεωρούνταν ότι θεραπεύει τον πάσχοντα από ίκτερο.
ΠΑΡ. ικτερικός, ικτεριώ
αρχ.
ικτερίας, ικτερίτης, ικτερόεις, ικτερούμαι, ικτερώδης.
ΣΥΝΘ. νεοελλ. ικτερογόνος].