3,274,921
edits
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=prosigorikos | |Transliteration C=prosigorikos | ||
|Beta Code=proshgoriko/s | |Beta Code=proshgoriko/s | ||
|Definition= | |Definition=προσηγορική, προσηγορικόν,<br><span class="bld">A</span> of or for [[addressing]], [[προσηγορικὸν ὄνομα]] = Lat. [[praenomen]], opp. [[nomen]] (τὸ συγγενικόν), D.H.3.65,4.1; also = [[cognomen]], Plu.Mar.1.<br><span class="bld">II</span> Gramm., τὰ προσηγορικά = [[appellative]]s, opp. τὰ ὀνοματικά, D.H. Comp.2, etc.; [[ὄνομα]] κύριον ἢ προσηγορικόν A.D.Adv.120.23, cf. D.T.636.9; τὰ ἁπλᾶ προσηγορικά Hermog.Stat.1; Περὶ τῶν προσηγορικῶν = Of Proper Nouns, title of work by [[Chrysippus]], D.L. 7.192. Adv. [[προσηγορικῶς]] = [[by one's common name]], Ph.1.150; τὰ προσηγορικῶς ἄρμενα καλούμενα = [[vulgarly]] called '[[tackle]]', Gal.18(2).717. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0764.png Seite 764]] 1) anredend, begrüßend. – 2) benennend, τὸ π. [[ὄνομα]], Zunamen, D. Hal. 3, 65. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0764.png Seite 764]] 1) anredend, begrüßend. – 2) benennend, τὸ π. [[ὄνομα]], Zunamen, D. Hal. 3, 65. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br />dont on se sert pour nommer : προσηγορικὸν [[ὄνομα]], surnom.<br />'''Étymologie:''' [[προσήγορος]]. | |btext=ή, όν :<br />dont on se sert pour nommer : προσηγορικὸν [[ὄνομα]], surnom.<br />'''Étymologie:''' [[προσήγορος]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=προσηγορικός -ή -όν [προσηγορία] om aan te spreken, ook cognomen; Plut. Mar. 1.5; gramm.. τὰ προσηγορικά (zelfstandige) naamwoorden. | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό / [[προσηγορικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[προσήγορος]]<br /><b>φρ.</b> «προσηγορικά ονόματα» ή [[απλώς]] «τα προσηγορικά»<br /><b>γραμμ.</b> ουσιαστικά που σημαίνουν [[σύνολο]] προσώπων, ζώων ή πραγμάτων του ίδιου είδους, λ.χ. [[άνθρωπος]], [[γάτα]], [[ποτάμι]], τις αφηρημένες έννοιες, π.χ. <i>ζωή</i>, [[χαρά]], ή και μοναδικές έννοιες, π.χ. [[νερό]], <i>φως</i>, [[φεγγάρι]], [[κόλαση]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[προσηγορία]], στην [[προσωνυμία]], στην [[ονομασία]] (α. «Σερούϊος, αὐτῷ προσηγορικὸν [[ὄνομα]] ἦν, Τήλιος δὲ τὸ συγγενικόν» β. «αὐτὸς μὲν | |mltxt=-ή, -ό / [[προσηγορικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[προσήγορος]]<br /><b>φρ.</b> «προσηγορικά ονόματα» ή [[απλώς]] «τα προσηγορικά»<br /><b>γραμμ.</b> ουσιαστικά που σημαίνουν [[σύνολο]] προσώπων, ζώων ή πραγμάτων του ίδιου είδους, λ.χ. [[άνθρωπος]], [[γάτα]], [[ποτάμι]], τις αφηρημένες έννοιες, π.χ. <i>ζωή</i>, [[χαρά]], ή και μοναδικές έννοιες, π.χ. [[νερό]], <i>φως</i>, [[φεγγάρι]], [[κόλαση]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[προσηγορία]], στην [[προσωνυμία]], στην [[ονομασία]] (α. «Σερούϊος, αὐτῷ προσηγορικὸν [[ὄνομα]] ἦν, Τήλιος δὲ τὸ συγγενικόν» β. «αὐτὸς μὲν ἐκαλεῖτο τὸ κοινὸν [[ὄνομα]] καὶ προσηγορικὸν Νέβιος, τὸ δὲ συγγενικὸν Ἄττιος», Διον. Αλ.)<br /><b>αρχ.</b><br />[[παρωνύμιο]], [[παρατσούκλι]] («προσηγορικὸν ἐξ ἐπιθέτου πρὸς τὰς [[φύσεις]] ἢ τὰς πράξεις ἢ τὰ τοῦ σώματος εἴδη καὶ [[πάθη]] τίθεσθαι», <b>Πλούτ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>προσηγορικῶς</i> Μ<br />με απλή [[ονομασία]], [[απλώς]] ονομάζοντας, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τους όρους [[κυρίως]] ή <i>αληθώς</i> («τὰ ἀλληγορικῶς ἢ προσηγορικῶς ἢ μεταφορικῶς ἢ ὁμωνύμως λεγόμενα, οὐ χρὴ εἰς δόγματος ἀκρίβειαν παραλαμβάνειν», Δίδυμ.). | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''προσηγορικός:''' -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή ταιριάζει σε [[προσφώνηση]], προσηγορικὸν [[ὄνομα]], το Ρωμαϊκό [[praenomen]] ή [[επώνυμο]], σε Πλούτ. | |lsmtext='''προσηγορικός:''' -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή ταιριάζει σε [[προσφώνηση]], προσηγορικὸν [[ὄνομα]], το Ρωμαϊκό [[praenomen]] ή [[επώνυμο]], σε Πλούτ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''προσηγορικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ [[κατάλληλος]] πρὸς προσηγορίαν, πρ. [[ὄνομα]] λατ. praenomen, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ nomen (τὸ συγγενικόν), «Σερούιος αὐτῷ προσηγορικὸν [[ὄνομα]] ἦν, Τήλιος δὲ τὸ συγγενικόν» Διον. Ἁλ. 3. 65· «αὐτὸς μὲν ἐκαλεῖτο τὸ κοινὸν [[ὄνομα]] καὶ προσηγορικὸν Νέβιος, τὸ δὲ συγγενικὸν Ἄττιος» 70., 4. 1· [[ὡσαύτως]] καὶ = τῷ cognomen, Πλουτ. Μάρ. 1. ΙΙ. [[ὄνομα]] πρ., = [[προσηγορία]] ΙΙ. 2, Διονύσ. Ἁλ. περὶ Συνθ. 2, κτλ. ― Ἐπίρρ. -κῶς, διὰ τοῦ κοινοῦ ὀνόματός τινος, Φίλων. 1. 150. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[προσηγορικός]], ή, όν [from [[προσηγορέω]]<br />of or for addressing, πρ. [[ὄνομα]] the Roman [[praenomen]] or [[cognomen]], Plut. | |mdlsjtxt=[[προσηγορικός]], ή, όν [from [[προσηγορέω]]<br />of or for addressing, πρ. [[ὄνομα]] the Roman [[praenomen]] or [[cognomen]], Plut. | ||
}} | }} |