ἀγχίστροφος: Difference between revisions

From LSJ

ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship

Source
mNo edit summary
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=agchistrofos
|Transliteration C=agchistrofos
|Beta Code=a)gxi/strofos
|Beta Code=a)gxi/strofos
|Definition=ον,<br><span class="bld">A</span> [[turning closely]], [[quick-swooping]], ἰκτῖνος Thgn. 1261.<br><span class="bld">2</span> [[quick-changing]], [[changeable]], [[ἀγχίστροφα βουλεύεσθαι]] = [[change one's council suddenly]] Hdt.7.13; [[ἀγχίστροφος μεταβολή]] = [[sudden change]], Th.2.53; ἀστάθμητον πρᾶγμα [[εὐτυχία]] καὶ ἀγχίστροφον D.H.4.23:—Rhet., [[τὸ ἀγχίστροφον]] = [[rapidity of transition]], Longin. 27.3; <b class="b3">ἁρμονία ἀγχίστροφος περὶ τὰς πτώσεις</b> a [[style]] [[flexible]] in the use of the cases, D.H.''Comp.''22. Adv. [[ἀγχιστρόφως]] = [[with sudden change]] Longin.22.1.
|Definition=ἀγχίστροφον,<br><span class="bld">A</span> [[turning closely]], [[quick-swooping]], ἰκτῖνος Thgn. 1261.<br><span class="bld">2</span> [[quick-changing]], [[changeable]], [[ἀγχίστροφα βουλεύεσθαι]] = [[change one's council suddenly]] Hdt.7.13; [[ἀγχίστροφος μεταβολή]] = [[sudden change]], Th.2.53; ἀστάθμητον πρᾶγμα [[εὐτυχία]] καὶ ἀγχίστροφον D.H.4.23:—Rhet., [[τὸ ἀγχίστροφον]] = [[rapidity of transition]], Longin. 27.3; <b class="b3">ἁρμονία ἀγχίστροφος περὶ τὰς πτώσεις</b> a [[style]] [[flexible]] in the use of the cases, [[Dionysius of Halicarnassus|D.H.]]''[[De Compositione Verborum|Comp.]]''22. Adv. [[ἀγχιστρόφως]] = [[with sudden change]] Longin.22.1.
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Revision as of 09:05, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀγχίστροφος Medium diacritics: ἀγχίστροφος Low diacritics: αγχίστροφος Capitals: ΑΓΧΙΣΤΡΟΦΟΣ
Transliteration A: anchístrophos Transliteration B: anchistrophos Transliteration C: agchistrofos Beta Code: a)gxi/strofos

English (LSJ)

ἀγχίστροφον,
A turning closely, quick-swooping, ἰκτῖνος Thgn. 1261.
2 quick-changing, changeable, ἀγχίστροφα βουλεύεσθαι = change one's council suddenly Hdt.7.13; ἀγχίστροφος μεταβολή = sudden change, Th.2.53; ἀστάθμητον πρᾶγμα εὐτυχία καὶ ἀγχίστροφον D.H.4.23:—Rhet., τὸ ἀγχίστροφον = rapidity of transition, Longin. 27.3; ἁρμονία ἀγχίστροφος περὶ τὰς πτώσεις a style flexible in the use of the cases, D.H.Comp.22. Adv. ἀγχιστρόφως = with sudden change Longin.22.1.

Spanish (DGE)

-ον
I 1que da la vuelta rápidamente ἰκτῖνος Thgn.1261.
2 cambiante, que cambia rápidamente μεταβολή un cambio súbito Th.2.53, Ael.VH 5.13, μεταστάσεις τῆς δόξης Procop.Goth.3.24.28, ἀστάθμητον πρᾶγμα εὐτυχία καὶ ἀγχίστροφον D.H.4.23, cf. Gr.Nyss.Hom. in Eccl.288.10.
II subst. τὸ ἀγχίστροφον
1 ret. facilidad para la transición de Homero, Longin.27.3.
2 fig. giro, cambio, vuelco de una situación τῆς μάχης Sch.Er.Il.11.318.
III adv.
1 neutr. plu. ἀγχίστροφα = en sentido contrario, ἀγχίστροφα βουλεύομαι Hdt.7.13.
2 ἀγχιστρόφως ret. de manera cambiante ἀγχιστρόφως ἀντισπώμενοι Longin.22.1.

German (Pape)

dem Umkehren, Verändern nahe, ἀγχ. μεταβολαί, plötzliche Veränderungen, Thuc. 2.53; ἀγχίστροφα βουλεύομαι, ich ändere schnell meinen Entschluß, Her. 7.13; ἡ τύχη, veränderlich, wankelmütig, Dion.Hal. 6.19; Sp.
• Adv. Longin. 22.1.

Russian (Dvoretsky)

ἀγχίστροφος: круто поворачивающий, крутой, внезапный (μεταβολή Thuc.): ἀγχίστροφα βουλεύεσθαι Her. внезапно менять свои решения.

Greek (Liddell-Scott)

ἀγχίστροφος: -ον, ὁ στρεφόμενος πλησίον, ταχέως, ταχεῖα στροφὴ τροχοῦ, ἰκτῖνος, Θέογν. 1261. 2) ὁ ταχέως μεταβαλλόμενος, εὐμετάβολος, ἀγχίστροφα βουλεύεσθαι, μεταβάλλω αἴφνης τὰς σκέψεις μου, Ἡρόδ. 7. 13· ἀγχ. μεταβολή, αἰφνίδιος μεταβολή, Θουκ. 2. 53: ― συχν. παρὰ τοῖς ῥήτορσιν, ὁ εἰσάγων λέξεις ἢ σκέψεις αἰφνιδίως· τὸ ἀγχ., ταχύτης μεταβάσεως, Toup. Λογγῖν. 27, Schäf. Διον. Ἁλ. περὶ συνθ. σ. 300: ― Ἐπίρρ., -φως, Λογγῖν. 22. 1.

Greek Monotonic

ἀγχίστροφος: -ον (στρέφω),
1. αυτός που στρέφεται πλησίον, αυτός που περιστρέφεται γρήγορα, λέγεται για γεράκι, σε Θέογν.
2. αυτός που εύκολα μεταβάλλεται, ξαφνικός, αιφνίδιος, σε Θουκ.· ουδ. πληθ. ως επίρρ., ξαφνικά, αιφνιδίως, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

στρέφω
1. turning closely, quick-wheeling, of a hawk, Theogn.
2. quick-changing, sudden, Thuc.; neut. pl. as adv. suddenly, Hdt.