πλακοῦς: Difference between revisions

m
LSJ1 replacement
m (Text replacement - "οῡν" to "οῦν ")
m (LSJ1 replacement)
 
(11 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=plakoys
|Transliteration C=plakoys
|Beta Code=plakou=s
|Beta Code=plakou=s
|Definition=οῦντος, ὁ, voc. <span class="sense"><span class="bld">A</span> πλακοῦ <span class="bibl">Theodos.<span class="title">Can.</span>p.3</span> H.:—contr. from [[πλακόεις]], [[flat cake]] (perh. <b class="b2">shaped like the mallow-seed</b>, Phan.Hist.29), freq. in Com., πλακοῦντος κύκλος <span class="bibl">Ar.<span class="title">Ach.</span>1125</span>, cf. <span class="bibl">Alex.22</span> (pl., hex.); π. ἄρτος <span class="bibl">Ath.14.645d</span>: also resolved [[πλακόεις]], <span class="title">AP</span>6.155 (Theodorid.). </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[the seed of the mallow]], which seeds children call [[cheeses]], Phan.Hist.29, Gal.10.113.</span>
|Definition=πλακοῦντος, ὁ, voc.<br><span class="bld">A</span> πλακοῦ Theodos.Can.p.3 H.:—contr. from [[πλακόεις]], [[flat]] [[cake]] (perhaps shaped like the [[mallow]]-[[seed]], Phan.Hist.29), freq. in Com., πλακοῦντος [[κύκλος]] Ar.Ach.1125, cf. Alex.22 (pl., hex.); πλακοῦς [[ἄρτος]] Ath.14.645d: also resolved [[πλακόεις]], AP6.155 (Theodorid.).<br><span class="bld">II</span> the [[seed]] of the [[mallow]], which seeds children call [[cheese]]s, Phan.Hist.29, Gal.10.113.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0624.png Seite 624]] οῦντος, ὁ, zsgz. aus [[πλακόεις]], vgl. Ath. XIV, 644, Kuchen, wegen der breiten Gestalt, Ar. oft, [[πλακοῦς]] πέπεπται, Pax 834, ὀπτᾶν, Ran. 508; oft bei Ath. XIV.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0624.png Seite 624]] οῦντος, ὁ, zsgz. aus [[πλακόεις]], vgl. Ath. XIV, 644, Kuchen, wegen der breiten Gestalt, Ar. oft, [[πλακοῦς]] πέπεπται, Pax 834, ὀπτᾶν, Ran. 508; oft bei Ath. XIV.
}}
{{ls
|lstext='''πλακοῦς''': οῦντος, ὁ· κλητ. πλακοῦ Α. Β. 975· ― συνῃρ. ἐκ τοῦ [[πλακόεις]], πλακωτόν, πλατὺ ζυμαρικόν, Λατ. placenta ([[ἴσως]], ἔχων τὸ [[σχῆμα]] τοῦ σπόρου μαλάχης, Ἀθήν. 58Ε), [[συχν]]. παρ’ Ἀριστοφ., [[οἷον]] πλακοῦντος [[κύκλος]] Ἀχ. 1125· πρβλ. Ἀθήν. σελ. 644-6· π. ἄρτος Φιλητ. [[αὐτόθι]] 645D· ― [[ὡσαύτως]] ἀσυναίρ. [[πλακόεις]], Ἀνθ. Π. 6. 155. ΙΙ. ὁ σπερματικὸς [[τύπος]] τῆς ἡμέρου μαλάχης, Φανίας παρ’ Ἀθην. 58Ε.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=v. [[πλακόεις]].
|btext=v. [[πλακόεις]].
}}
{{elnl
|elnltext=πλακοῦς -οῦσσα -οῦν, zonder contr. πλακόεις -όεσσα -όεν [πλάξ] plat; subst. ὁ πλακοῦς platte koek.
}}
{{elru
|elrutext='''πλᾰκοῦς:''' οῦντος ὁ стяж. = [[πλακόεις]] II.
}}
}}
{{eles
{{eles
Line 23: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο / πλακοῡς, -οῦν
|mltxt=ο / πλακοῦς, -οῦν
τος, ΝΜΑ, και [[πλακούντας]] Ν<br />[[είδος]] εδέσματος που παρασκευάζεται από [[ζύμη]] με την [[προσθήκη]] άλλων υλικών, και το οποίο έχει [[σχήμα]] πλατύ, η [[πίτα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κάθε]] [[είδος]] μικρού γλυκίσματος από [[ζυμάρι]]<br /><b>2.</b> [[κάθε]] πεπιεσμένη και πεπλατυσμένη [[μάζα]]<br /><b>3.</b> (ανατ.-φυσιολ.) το αγγειοβριθές ὁργανο που συνδέει το [[έμβρυο]] με τη [[μήτρα]] της μητέρας, διά μέσου του οποίου γίνονται οι μεταβολικές ανταλλαγές του αναπτυσσόμενου ατόμου με τη στενή [[συνεργασία]] εμβρυϊκών και ορισμένων ιστών της μήτρας<br /><b>4.</b> <b>βοτ.</b> α) το [[τμήμα]] της επιφάνειας ενός καρπόφυλλου στο οποίο [[είναι]] προσκολλημένες οι σπερματικές βλάστες<br />β) (<b>κατ' επέκτ.</b>) ο [[ιστός]] με τον οποίο τα [[σπόρια]] και τα σποριάγγεια συνδέονται με τον μητρικό ιστό<br />γ) (χημ.-τεχνολ.) ακατέργαστο [[υπόλειμμα]] το οποίο παραμένει [[μετά]] την [[απομάκρυνση]], με τη μέθοδο της έκθλιψης, τών ελαιωδών ουσιών από τους διάφορους ελαιούχους καρπούς ή σπέρματα, η [[ελαιόπιτα]] ή ο [[ελαιοπλακούντας]]<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[σπερματικός]] [[τύπος]] της μολόχας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πλακόεις]] με [[συναίρεση]] (<b>βλ.</b> και -<i>όεις</i>)].
τος, ΝΜΑ, και [[πλακούντας]] Ν<br />[[είδος]] εδέσματος που παρασκευάζεται από [[ζύμη]] με την [[προσθήκη]] άλλων υλικών, και το οποίο έχει [[σχήμα]] πλατύ, η [[πίτα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κάθε]] [[είδος]] μικρού γλυκίσματος από [[ζυμάρι]]<br /><b>2.</b> [[κάθε]] πεπιεσμένη και πεπλατυσμένη [[μάζα]]<br /><b>3.</b> (ανατ.-φυσιολ.) το αγγειοβριθές ὁργανο που συνδέει το [[έμβρυο]] με τη [[μήτρα]] της μητέρας, διά μέσου του οποίου γίνονται οι μεταβολικές ανταλλαγές του αναπτυσσόμενου ατόμου με τη στενή [[συνεργασία]] εμβρυϊκών και ορισμένων ιστών της μήτρας<br /><b>4.</b> <b>βοτ.</b> α) το [[τμήμα]] της επιφάνειας ενός καρπόφυλλου στο οποίο [[είναι]] προσκολλημένες οι σπερματικές βλάστες<br />β) (<b>κατ' επέκτ.</b>) ο [[ιστός]] με τον οποίο τα [[σπόρια]] και τα σποριάγγεια συνδέονται με τον μητρικό ιστό<br />γ) (χημ.-τεχνολ.) ακατέργαστο [[υπόλειμμα]] το οποίο παραμένει [[μετά]] την [[απομάκρυνση]], με τη μέθοδο της έκθλιψης, τών ελαιωδών ουσιών από τους διάφορους ελαιούχους καρπούς ή σπέρματα, η [[ελαιόπιτα]] ή ο [[ελαιοπλακούντας]]<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[σπερματικός]] [[τύπος]] της μολόχας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πλακόεις]] με [[συναίρεση]] (<b>βλ.</b> και -<i>όεις</i>)].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πλᾰκοῦς:''' -οῦντος, ὁ, συνηρ. [[τύπος]] από το [[πλακόεις]] ([[πλάξ]]), πλατύ [[ζυμαρικό]], Λατ.[[placenta]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''πλᾰκοῦς:''' -οῦντος, ὁ, συνηρ. [[τύπος]] από το [[πλακόεις]] ([[πλάξ]]), πλατύ [[ζυμαρικό]], Λατ. [[placenta]], σε Αριστοφ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πλᾰκοῦς:''' οῦντος ὁ стяж. = [[πλακόεις]] II.
|lstext='''πλακοῦς''': οῦντος, ὁ· κλητ. πλακοῦ Α. Β. 975· ― συνῃρ. ἐκ τοῦ [[πλακόεις]], πλακωτόν, πλατὺ ζυμαρικόν, Λατ. placenta ([[ἴσως]], ἔχων τὸ [[σχῆμα]] τοῦ σπόρου μαλάχης, Ἀθήν. 58Ε), συχν. παρ’ Ἀριστοφ., [[οἷον]] πλακοῦντος [[κύκλος]] Ἀχ. 1125· πρβλ. Ἀθήν. σελ. 644-6· π. ἄρτος Φιλητ. [[αὐτόθι]] 645D· ― [[ὡσαύτως]] ἀσυναίρ. [[πλακόεις]], Ἀνθ. Π. 6. 155. ΙΙ. ὁ σπερματικὸς [[τύπος]] τῆς ἡμέρου μαλάχης, Φανίας παρ’ Ἀθην. 58Ε.
}}
{{elnl
|elnltext=πλακοῦς -οῦσσα -οῦν, zonder contr. πλακόεις -όεσσα -όεν [πλάξ] plat; subst. ὁ πλακοῦς platte koek.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=πλᾰκοῦς, οῦντος, ὁ, [[πλάξ]]<br />a [[flat]] [[cake]], Lat. [[placenta]], Ar.
|mdlsjtxt=πλᾰκοῦς, οῦντος, ὁ, [[πλάξ]]<br />a [[flat]] [[cake]], Lat. [[placenta]], Ar.
}}
{{mantoulidis
|mantxt=-οῦντος (=πλατύ ζυμαρικό, [[πίττα]]). Ἀπό ρίζα πλακ- τῆς λέξης [[πλάξ]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
}}
{{elmes
|esmgtx=ὁ [[torta]] para ofrendas ποίει πλακοῦντας ζʹ καὶ πόπανα ζʹ <b class="b3">haz siete tortas y siete pasteles</b> P I 288 P IV 2191
}}
}}