ἀναμφίλεκτος: Difference between revisions
Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau
mNo edit summary |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=anamfilektos | |Transliteration C=anamfilektos | ||
|Beta Code=a)namfi/lektos | |Beta Code=a)namfi/lektos | ||
|Definition= | |Definition=ἀναμφίλεκτον, = [[ἀναμφίλογος]] ([[undisputed]], [[undoubted]], [[indubitable]], [[uncontested]]), τιμή DH. 9.44 ; [[πίστις]] Longin. 7.4. Adv. [[ἀναμφιλέκτως]] = [[incontestably]] PPar. 15.3.56 (ii BC), S.E. ''M.'' 7.5, Luc. ''Rh. Pr.'' 15. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Latest revision as of 09:13, 25 August 2023
English (LSJ)
ἀναμφίλεκτον, = ἀναμφίλογος (undisputed, undoubted, indubitable, uncontested), τιμή DH. 9.44 ; πίστις Longin. 7.4. Adv. ἀναμφιλέκτως = incontestably PPar. 15.3.56 (ii BC), S.E. M. 7.5, Luc. Rh. Pr. 15.
Spanish (DGE)
-ον
1 indiscutible (ἁρπαγή) ὑπὸ Πριηνέων ἀ. γεγενημένη IM 93c 23 (II a.C.), τιμή D.H.9.44, ἀνεπιεικὲς καὶ ἀναμφίλεκτον πάντως PGiss.108.5 (II a.C.), ἀληθῆ καὶ ἀναμφίλεκτα S.E.M.8.375, πίστις Longin.7.4, cf. Eus.PE 10.2, I.AI 4.61, Phld.Po.A 13.20.
2 adv. ἀναμφιλέκτως = indiscutiblemente κεκυριευκέναι αὐτοὺς μέχρι τοῦ νῦν ἀναμφιλέκτως que hasta ahora han sido los dueños indiscutibles, UPZ 162.5.20 (II a.C.), cf. PPar.15.3.56 (II a.C.), λέγειν Luc.Rh.Pr.15
•sin disputa φυσικὸν ... ὑπεστήσαντο μέρος ... κατὰ πάντας καὶ ἀ. S.E.M.7.5, cf. Hsch.
•sin dudar ἀ. ... αἰτῆσαι ὀφείλεις Const. en Eus.HE 10.6.3.
German (Pape)
[Seite 198] unbestritten, unbezweifelt, Sp. z. B. τιμή Dion. Hal. 9, 44. – Adv., Luc. rhet. praec. 14.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναμφίλεκτος: -ον, = τῷ ἑπομ., τιμὴ Διον. Ἁλ. 9. 44, πρβλ. Λουκ. Ρητορ. διδασκ. 15, Λογγῖν., κτλ. - Ἐπίρρ. -τως Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 7. 5.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀναμφίλεκτος, -ον) ἀμφίλεκτος
αυτός, για τον οποίο δεν υπάρχουν αμφιλογίες, διαφωνίες, αναμφίβολος, αδιαφιλονίκητος, αναντίρρητος.
Greek Monotonic
ἀναμφίλεκτος: -ον, = το επόμ., σε Λουκ.