ὑπέρινος: Difference between revisions

From LSJ

αἵματος ῥυέντος ἐκχλοιοῦνται → when the blood runs, they turn pale

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=yperinos
|Transliteration C=yperinos
|Beta Code=u(pe/rinos
|Beta Code=u(pe/rinos
|Definition=ον, [[purged violently]], Id.Epid.6.5.15, Demetr.Com.Vet.6, Ruf. ap. Orib.7.26.168; ὑπέρινον ἄνω ποιεῖν Thphr.HP9.14.2; ὑ. γὰρ γίνονται καὶ οἱ ὄρνιθες καὶ τὰ φυτά [[exhausted]] by [[production]], Arist. GA750a29.
|Definition=ὑπέρινον, [[purged violently]], Id.Epid.6.5.15, Demetr.Com.Vet.6, Ruf. ap. Orib.7.26.168; ὑπέρινον ἄνω ποιεῖν Thphr.HP9.14.2; ὑ. γὰρ γίνονται καὶ οἱ ὄρνιθες καὶ τὰ φυτά [[exhausted]] by [[production]], Arist. GA750a29.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 09:14, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπέρῐνος Medium diacritics: ὑπέρινος Low diacritics: υπέρινος Capitals: ΥΠΕΡΙΝΟΣ
Transliteration A: hypérinos Transliteration B: hyperinos Transliteration C: yperinos Beta Code: u(pe/rinos

English (LSJ)

ὑπέρινον, purged violently, Id.Epid.6.5.15, Demetr.Com.Vet.6, Ruf. ap. Orib.7.26.168; ὑπέρινον ἄνω ποιεῖν Thphr.HP9.14.2; ὑ. γὰρ γίνονται καὶ οἱ ὄρνιθες καὶ τὰ φυτά exhausted by production, Arist. GA750a29.

German (Pape)

[Seite 1197] übermäßig ausgeleert u. dadurch entkräftet, Theophr. Bei Arist. gen. an. 3, 1 sind ὄρνιθες ὑπέρινοι durch übermäßiges Legen entkräftete Hühner.

Russian (Dvoretsky)

ὑπέρινος: ἰνέω крайне истощенный частой кладкой яиц (ὄρνιθες Arst.) или образованием семени (φυτά Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑπέρῐνος: -ον, (ὑπερινάω) ὁ διὰ καθαρσίου ὑπερκεκαθαρμένος, ὁ ὑπερκεκενωμένος διὰ καθάρσεως, Ἱππ. 1185Ε φασὶ δὲ μόνον ἢ μάλιστα ὑπέρινον ἄνω ποιεῖν τῶν φαρμάκων Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 14, 2· ὑπ. γὰρ γίνονται καὶ οἱ ὄρνιθες καὶ τὰ φυτά, ἐξαντλοῦνται ἐκ τῆς καρποφορίας ἢ παραγωγῆς, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 3. 1, 16, πρβλ. Εὐστ. Πονημάτ. 155. 10. ― Κατὰ Φώτ.: «ὑπέρινος: ὑπερκεκαθαρμένος· οὕτως Δημήτριος», καὶ κατὰ τὰ Α. Β. 69, 15: ὑπέρινος: ὑπερκεκενωμένος διὰ καθάρσεως, ἰνᾶσθαι γὰρ τὸ καθαίρεσθαι καὶ ἐξεμεῖν», ἴδε καὶ Γαλην. Ἱπποκρ. Γλωσσ. ἐξηγ. 582, πρβλ. τὴν λέξιν ὑπεραλγεινός.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που μετά από χρήση καθαρτικού είχε υπέρμετρη κένωση
2. (για ζώα και για φυτά) αυτός που εξαντλείται από την υπερβολική παραγωγή ή καρποφορία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. του ρ. ὑπερινῶ].

Frisk Etymology German

ὑπέρινος: {hupérinos}
See also: s. ἰνάω.
Page 2,968