μαλακτικός: Difference between revisions
οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότε → after taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured
mNo edit summary |
m (LSJ1 replacement) |
||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=malaktikos | |Transliteration C=malaktikos | ||
|Beta Code=malaktiko/s | |Beta Code=malaktiko/s | ||
|Definition= | |Definition=μαλακτική, μαλακτικόν,<br><span class="bld">A</span> [[emollient]], [[χρίσμα]]τα Hp.Vict.2.66; [[δύναμις]] Plu.2.659c; μαλακτικὸς [[οἶκος]], of the [[outer]] [[chamber]] in a [[bath]], Alex. Trall.Febr.5. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />[[émollient]].<br />'''Étymologie:''' [[μαλάσσω]]. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=<i>[[erweichend]], [[lindernd]]</i>, bes. von Umschlägen, Medic. Auch κοιλίας, <i>den [[Stuhlgang]] [[befördernd]], iid</i>. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μᾰλᾰκτικός:''' [[размягчающий]], [[мягчительный]] ([[δύναμις]] Plut.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μᾰλακτικός''': -ή, -όν, ὡς καὶ νῦν, ἐπὶ φαρμάκου μαλακτικοῦ, τοῖσι... μαλακτικοῖσι χρίεσθαι Ἱππ. 365. 9· [[δύναμις]] Πλούτ. 2. 659C. | |lstext='''μᾰλακτικός''': -ή, -όν, ὡς καὶ νῦν, ἐπὶ φαρμάκου μαλακτικοῦ, τοῖσι... μαλακτικοῖσι χρίεσθαι Ἱππ. 365. 9· [[δύναμις]] Πλούτ. 2. 659C. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[μαλαχτικός]], -ή, -ό, θηλ. και -ιά (AM [[μαλακτικός]], -ή, -όν) [[μαλακτός]]<br /><b>1.</b> αυτός που έχει την [[ιδιότητα]] να μαλακώνει<br /><b>2.</b> [[κατευναστικός]], [[καταπραϋντικός]] («λόγους ψυχῆς μαλακτικούς», Κ. Μανασσ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(αισθητ.)</b> [[γενικός]] [[χαρακτηρισμός]] συστατικών τών καλλυντικών συσκευασμάτων που απαλύνουν το [[δέρμα]] επιβραδύνοντας την [[εξάτμιση]] του νερού από τους ιστούς<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> [[ουσία]] εσωτερικής ή εξωτερικής χρήσης που έχει καταπραϋντικές ιδιότητες<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «μαλακτικὸς [[οἶκος]]» — ο [[εξωτερικός]] [[θάλαμος]] βαλανείου. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μαλακτικώς</i> και -<i>ά</i><br />με μαλακτικό τρόπο. | |mltxt=και [[μαλαχτικός]], -ή, -ό, θηλ. και -ιά (AM [[μαλακτικός]], -ή, -όν) [[μαλακτός]]<br /><b>1.</b> αυτός που έχει την [[ιδιότητα]] να μαλακώνει<br /><b>2.</b> [[κατευναστικός]], [[καταπραϋντικός]] («λόγους ψυχῆς μαλακτικούς», Κ. Μανασσ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(αισθητ.)</b> [[γενικός]] [[χαρακτηρισμός]] συστατικών τών καλλυντικών συσκευασμάτων που απαλύνουν το [[δέρμα]] επιβραδύνοντας την [[εξάτμιση]] του νερού από τους ιστούς<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> [[ουσία]] εσωτερικής ή εξωτερικής χρήσης που έχει καταπραϋντικές ιδιότητες<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «μαλακτικὸς [[οἶκος]]» — ο [[εξωτερικός]] [[θάλαμος]] βαλανείου. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μαλακτικώς</i> και -<i>ά</i><br />με μαλακτικό τρόπο. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:14, 25 August 2023
English (LSJ)
μαλακτική, μαλακτικόν,
A emollient, χρίσματα Hp.Vict.2.66; δύναμις Plu.2.659c; μαλακτικὸς οἶκος, of the outer chamber in a bath, Alex. Trall.Febr.5.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
émollient.
Étymologie: μαλάσσω.
German (Pape)
erweichend, lindernd, bes. von Umschlägen, Medic. Auch κοιλίας, den Stuhlgang befördernd, iid.
Russian (Dvoretsky)
μᾰλᾰκτικός: размягчающий, мягчительный (δύναμις Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
μᾰλακτικός: -ή, -όν, ὡς καὶ νῦν, ἐπὶ φαρμάκου μαλακτικοῦ, τοῖσι... μαλακτικοῖσι χρίεσθαι Ἱππ. 365. 9· δύναμις Πλούτ. 2. 659C.
Greek Monolingual
και μαλαχτικός, -ή, -ό, θηλ. και -ιά (AM μαλακτικός, -ή, -όν) μαλακτός
1. αυτός που έχει την ιδιότητα να μαλακώνει
2. κατευναστικός, καταπραϋντικός («λόγους ψυχῆς μαλακτικούς», Κ. Μανασσ.)
νεοελλ.
(αισθητ.) γενικός χαρακτηρισμός συστατικών τών καλλυντικών συσκευασμάτων που απαλύνουν το δέρμα επιβραδύνοντας την εξάτμιση του νερού από τους ιστούς
νεοελλ.-μσν.
το ουδ. ως ουσ. ουσία εσωτερικής ή εξωτερικής χρήσης που έχει καταπραϋντικές ιδιότητες
αρχ.
φρ. «μαλακτικὸς οἶκος» — ο εξωτερικός θάλαμος βαλανείου.
επίρρ...
μαλακτικώς και -ά
με μαλακτικό τρόπο.